τρηματόεις

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρημᾰτόεις Medium diacritics: τρηματόεις Low diacritics: τρηματόεις Capitals: ΤΡΗΜΑΤΟΕΙΣ
Transliteration A: trēmatóeis Transliteration B: trēmatoeis Transliteration C: trimatoeis Beta Code: trhmato/eis

English (LSJ)

τρηματόεσσα, τρηματόεν, porous, λίθος τ. pumice stone, AP6.62 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
criblé de trous, troué (poreux).
Étymologie: τρῆμα.

German (Pape)

εσσα, εν, durchlöchert, löcherig, mit vielen Löchern, λίθος, Bimsstein, Philp. 17 (VI.62).

Russian (Dvoretsky)

τρημᾰτόεις: όεσσα, όεν ноздреватый, пористый (λίθος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τρημᾰτόεις: εσσα, εν, πορώδης, πλήρης ὀπῶν, λίθος τρ. ἡ κίσηρις, ἡ κοινῶς λεγομένη «ἐλαφρόπετρα», Ἀνθ. Π. 6. 62.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
ο γεμάτος τρύπες, διάτρητοςτρηματόεις λίθος» — πορώδης λίθος, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρῆμα, -ατος + κατάλ. -όεις (πρβλ. ἀστερόεις)].

Greek Monotonic

τρημᾰτόεις: -εσσα, -εν, αυτός που είναι γεμάτος πόρους, σε Ανθ.

Middle Liddell

τρημᾰτόεις, εσσα, εν [from τρῆμα
porous, Anth.