ἀποπυνθάνομαι: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=Mid. to [[inquire]] or ask of, ἀπ. αὐτοῦ εἰ.. asked of him [[whether]].., Hdt. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:46, 3 March 2024
English (LSJ)
inquire or ask of, ἀ. [αὐτοῦ] εἰ.. asked of him whether... Hdt.3.154; παρά τινος J,AJ12.4.9.
Spanish (DGE)
informarse de c. subord. complet. ἀπεπυνθάνετο εἰ ... ποιέεται Hdt.3.154, παρὰ δὲ τῶν οἰκετῶν ἀπεπυνθάνετο τί μέλλουσιν διδόναι I.AI 12.215 (cód.).
German (Pape)
[Seite 321] (s. πυνθάνομαι), ausfragen, ausforschen, Her. 3, 154; sequ. εἰ und ἀπό τινος Epictet.
French (Bailly abrégé)
s'informer.
Étymologie: ἀπό, πυνθάνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπυνθάνομαι: разведывать, разузнавать Her.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπυνθάνομαι: μέλλ. πεύσομαι: ἀποθ.: - ἐρωτῶ περί τινος, ἐρωτῶ ἵνα μάθω, προσελθὼν Δαρείῳ ἀπεπυνθάνετο, εἰ περὶ πολλοῦ κάρτα ποιέεται τὴν Βαβυλῶνα ἑλεῖν Ἡρόδ. 3. 154.
Greek Monolingual
ἀποπυνθάνομαι (Α)
ρωτώ να μάθω.
Greek Monotonic
ἀποπυνθάνομαι: μέλ. -πεύσομαι, αποθ., ερευνώ ή ερωτώ να πληροφορηθώ για, ἀποπυνθάνομαι (αὐτοῦ) εἰ..., τον ρώτησα να μάθω αν..., σε Ηρόδ.
Middle Liddell
Mid. to inquire or ask of, ἀπ. αὐτοῦ εἰ.. asked of him whether.., Hdt.