πεντάμετρος: Difference between revisions
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pentametros | |Transliteration C=pentametros | ||
|Beta Code=penta/metros | |Beta Code=penta/metros | ||
|Definition=[ᾰ], ον, [[consisting of five measures]] or [[feet]], ἔπη Poll.4.52: π. (''[[sc.]]'' [[στίχος]]), ὁ, [[pentameter]], Hermesian. 7.36: also neut. πεντάμετρον ἐλεγειακόν [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''25, cf. Heph.6.2, etc. | |Definition=[ᾰ], ον, [[consisting of five measures]] or [[consisting of five feet]], ἔπη Poll.4.52: π. (''[[sc.]]'' [[στίχος]]), ὁ, [[pentameter]], Hermesian. 7.36: also neut. πεντάμετρον ἐλεγειακόν [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''25, cf. Heph.6.2, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 21:24, 21 October 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ον, consisting of five measures or consisting of five feet, ἔπη Poll.4.52: π. (sc. στίχος), ὁ, pentameter, Hermesian. 7.36: also neut. πεντάμετρον ἐλεγειακόν D.H.Comp.25, cf. Heph.6.2, etc.
German (Pape)
[Seite 556] von od. mit fünf Maaßen, Versfüßen, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάμετρος: -ον, ὁ ἐκ πέντε μέτρων ἢ ποδῶν συνιστάμενος, ἔπη Πολυδ. Δ΄, 52· ὁ π. (ἐξυπ. στίχος) Ἑρμησιάναξ 5. 36, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο / πεντάμετρος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που αποτελείται από πέντε μέτρα ή από πέντε πόδες
2. το αρσ. ως ουσ. ο πεντάμετρος
(ενν. στίχος) (μετρ.) στίχος αποτελούμενος από πέντε μετρικούς πόδες, δηλαδή από δύο ημιστίχια, που περιλάμβαναν το καθένα δύο δακτύλους ή σπονδείους για το πρώτο μόνο ημιστίχιο, και μια τελευταία συλλαβή, που έπρεπε να είναι πάντοτε μακρά στο πρώτο του τμήμα, ενώ στο δεύτερο ήταν αδιάφορη, δηλ. μακρά ή βραχεία
νεοελλ.
1. αυτός που έχει μήκος πέντε μέτρα
2. φρ. «πεντάμετρος κανόνας»
(γεωδ.) όργανο που χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν για μετρήσεις μηκών ακριβείας ως βάση τριγωνομετρικού δικτύου ή πολυγωνομετρικών οδεύσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + μέτρον (πρβλ. εξάμετρος)].