σύνηλυς: Difference between revisions
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
(c1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synilys | |Transliteration C=synilys | ||
|Beta Code=su/nhlus | |Beta Code=su/nhlus | ||
|Definition=ῠδος, ὁ, ἡ, in | |Definition=ῠδος, ὁ, ἡ, in plural, [[convenae]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1023.png Seite 1023]] υδος, ὁ, ἡ, mitgehend, zusammenkommend, Sp., wie Nonn. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1023.png Seite 1023]] υδος, ὁ, ἡ, mitgehend, zusammenkommend, Sp., wie Nonn. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σύνηλῠς''': ῠδος, ὁ, ἡ, ὁ ἐρχόμενος [[ὁμοῦ]] μετά τινος, συνερχόμενος, αὐτὸς [[ὁμοῦ]] γνωτοί τε συνήλυδες Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 65, 17, 75. κτλ.˙ πρβλ. [[σύγκλυς]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-υδος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έρχεται ή πορεύεται [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που συγκεντρώνεται στο ίδιο [[σημείο]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλυς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>εληθ</i>-, συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ελευθ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[ἐλεύσομαι]], μελλ. του ρ. [[ἐλεύθω]] «[[έρχομαι]]») με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως ([[πρβλ]]. [[ἔπηλυς]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:41, 25 August 2023
English (LSJ)
ῠδος, ὁ, ἡ, in plural, convenae, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1023] υδος, ὁ, ἡ, mitgehend, zusammenkommend, Sp., wie Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
σύνηλῠς: ῠδος, ὁ, ἡ, ὁ ἐρχόμενος ὁμοῦ μετά τινος, συνερχόμενος, αὐτὸς ὁμοῦ γνωτοί τε συνήλυδες Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 65, 17, 75. κτλ.˙ πρβλ. σύγκλυς.
Greek Monolingual
-υδος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. αυτός που έρχεται ή πορεύεται μαζί με άλλον
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που συγκεντρώνεται στο ίδιο σημείο με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ηλυς (< θ. εληθ-, συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας ελευθ-, πρβλ. ἐλεύσομαι, μελλ. του ρ. ἐλεύθω «έρχομαι») με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ἔπηλυς)].