μαντική: Difference between revisions
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[μαντική]])<br />η [[τέχνη]] του μάντη, η [[ικανότητα]] να προλέγει [[κάποιος]] τα μέλλοντα ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα («τρόπους τε πολλοὺς μαντικῆς ἐστοίχισα», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθέτου [[μαντικός]]. | |mltxt=η (Α [[μαντική]])<br />η [[τέχνη]] του μάντη, η [[ικανότητα]] να προλέγει [[κάποιος]] τα μέλλοντα ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα («τρόπους τε πολλοὺς μαντικῆς ἐστοίχισα», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθέτου [[μαντικός]]. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[divinatio]]'', [[soothsaying]], [[prophecy]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.103.2/ 5.103.2]. | |||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |
Latest revision as of 15:12, 16 November 2024
English (Woodhouse)
(see also: μαντικός) divination, art of prediction, art of prognosticating, power of prediction
Russian (Dvoretsky)
μαντική: ἡ (sc. τέχνη) Her., Plat., Trag. = μαντευτική.
Greek Monolingual
η (Α μαντική)
η τέχνη του μάντη, η ικανότητα να προλέγει κάποιος τα μέλλοντα ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα («τρόπους τε πολλοὺς μαντικῆς ἐστοίχισα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθέτου μαντικός.
Lexicon Thucydideum
divinatio, soothsaying, prophecy, 5.103.2.
Translations
divination
Bulgarian: предсказване; Catalan: endevinació; Chinese Mandarin: 卜筮, 占卜, 卜卦; Czech: věštba, věštění; Ewe: afakaka; Finnish: ennustaminen; French: divination; Galician: adivinación; German: Wahrsagerei, Wahrsagen; Greek: μαντεία; Ancient Greek: ἀφητορεία, μαντεία, μαντείη, μαντηΐη, μαντική, μαντευτική; Hungarian: jövendölés; Indonesian: ramal, tenung; Irish: fáistine; Italian: divinazione; Japanese: 占い; Korean: 점(占), 복점(卜占); Latin: divinatio; Maori: niu; Ottoman Turkish: كبزه; Polish: wróżba, wróżenie; Portuguese: adivinhação, divinação; Russian: предсказание, прорицание, предвидение; Spanish: adivinación, divinación; Swahili: ramli; Turkish: kehanet, önbili