θυλακίτης: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θυλακίτης]], ὁ, θηλ. θυλακῑτις (Α) [[θύλακος]]<br />(μόνο στο θηλ.) <b>φρ.</b> α) | |mltxt=[[θυλακίτης]], ὁ, θηλ. θυλακῑτις (Α) [[θύλακος]]<br />(μόνο στο θηλ.) <b>φρ.</b> α) «θυλακῖτις [[μήκων]]» — η [[κοινή]] [[παπαρούνα]]<br />β) «θυλακῖτις [[νάρδος]]» — η άγρια [[νάρδος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:38, 6 February 2024
English (LSJ)
θυλακίτου, ὁ, = θυλακόβολον (verrutum, verutum, dart, javelin), only fem. θυλακῖτις μήκων the common poppy (cf. θυλακίς), Dsc. 4.64 ; θ. νάρδος, = ὀρεινὴ ν., Id. 1.9.
Greek (Liddell-Scott)
θῡλᾰκίτης: -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ.· - θηλ., θυλακῑτης μήκων, ἡ κοινὴ παπαροῦνα (πρβλ. θυλακίς), Διοσκ. 4. 65· θ. νάρδος, ἡ ἀγρία, 1. 8.
Greek Monolingual
θυλακίτης, ὁ, θηλ. θυλακῑτις (Α) θύλακος
(μόνο στο θηλ.) φρ. α) «θυλακῖτις μήκων» — η κοινή παπαρούνα
β) «θυλακῖτις νάρδος» — η άγρια νάρδος.