ἔξαρθρος: Difference between revisions
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
m (Text replacement - "ἔξαρθρος, ἐξηρθρωμένος, διεστραμμένος" to "ἔξαρθρος, ἐξηρθρωμένος, ἐκπαλής, διεστραμμένος") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 24: | Line 24: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[dislocated]]=== | |trtx====[[dislocated]]=== | ||
French: [[disloqué]], [[luxé]], [[déboîté]]; German: [[ausgekugelt]], [[ausgerenkt]], [[luxiert]]; Greek: [[εξαρθρωμένος]]; Ancient Greek: [[ἔξαρθρος]], [[ἐξηρθρωμένος]], [[ἐκπαλής]], [[διεστραμμένος]]; Italian: [[dislocato]]; Portuguese: [[deslocado]]; Russian: [[вывихнутый]]; Spanish: [[deslocado]], [[desarticulado]] | French: [[disloqué]], [[luxé]], [[déboîté]]; German: [[ausgekugelt]], [[ausgerenkt]], [[luxiert]]; Greek: [[εξαρθρωμένος]]; Ancient Greek: [[ἔξαρθρος]], [[ἐξηρθρωμένος]], [[ἔκπαλος]], [[ἐκπαλής]], [[διεστραμμένος]]; Italian: [[dislocato]]; Latin: [[luxatus]]; Portuguese: [[deslocado]]; Russian: [[вывихнутый]]; Spanish: [[deslocado]], [[desarticulado]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:25, 14 February 2024
English (LSJ)
ἔξαρθρον, (ἄρθρον)
A dislocated, LXX 4 Ma.9.13, Gal.6.10; τοῦ σκέλους ἔξαρθρος γενέσθαι J.AJ3.11.6.
II with distorted, clumsy joints, Hp.Art. 10; loose-jointed, Gal.1.178.
Spanish (DGE)
-ον
I medic.
1 que padece una dislocación o luxación διὰ νόσον χρονίαν ἔξαρθροί τινες γίνονται Asclep. en Orib.47.12 (tít.), c. gen. τοῦ δεξιοῦ σκέλους ἔξαρθρον γενέσθαι llegar a sufrir una luxación de la pierna derecha I.AI 3.271
•de huesos y articulaciones dislocado ἄρθρα ἔξαρθρα Aret.SD 1.8.7, ἐξάρθρους γίνεσθαι (δακτύλους) Gal.3.124, οἶον ἔξαρθρόν μου ἐὰν γένηται μῆλος Origenes Hom.14.18 in Ier., τῶν ὀστέων ... οἱονεὶ ἐξάρθρων Basil.M.29.384C
•de cuerpos inertes desarticulado, descoyuntado ὁ εὐγενὴς νεανίας ἔ. ἐγίνετο LXX 4Ma.9.13, τετραήμερος νεκρὸς πάντοθεν ἔ. Amph.Or.3.35.
2 anat. que tiene articulaciones muy sueltas y que sobresalen, de articulaciones prominentes ἄλλοι γὰρ ἄλλων μᾶλλον ἔξαρθροι πεφύκασιν Hp.Art.10, cf. Gal.18(1).370, 395.
II subst. τὸ ἔξαρθρον
1 medic. miembro dislocado, dislocación, luxación τὰ ἐκ γενεῆς ἔξαρθρα dislocaciones congénitas Hp.Mochl.40, cf. 23, ἔξαρθρόν τι ποιεῖν causar alguna dislocación Gal.6.10, ἀποκατάστασιν ποιῆσαι τοῦ ἐξάρθρου Origenes Hom.14 in Ier.15.18.
2 gram. punto de articulación de dos κῶλα o miembros, A.D.Pron.5.16.
German (Pape)
[Seite 872] 1) ausgerenkt, Sp. – 2) mit herausstehenden Gliedern, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξαρθρος: -ον, (ἄρθρον) ἐξηρθρωμένος, τοῦ δεξιοῦ σκέλους ἔξαρθρον γενέσθαι, παθεῖν ἐξάρθρωσιν κατὰ τὸ δεξιὸν σκέλος, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 11, 6. ΙΙ. ὁ ἔχων τὰς ἀρθρώσεις προεχούσας καὶ κακῶς ἐσχηματισμένας, ἄλλοι γὰρ ἄλλων μᾶλλον ἔξαρθροι πεφύκασι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 787. 6· πρβλ. ἐξόφθαλμος. - Κατὰ Σουΐδ. «ἔξαρθρος· ἐκμελής, ἐξωστεϊσμένος».
Greek Monolingual
ἔξαρθρος, -ον (Α)
1. εξαρθρωμένος, αυτός που έπαθε λύση της άρθρωσης, μετατόπιση του άρθρου, του οστού, εξάρθρωση («τοῦ δεξιοῦ σκέλους ἔξαρθρον γενέσθαι», Ιώσ.)
2. αυτός που έχει εξέχοντα τα άρθρα, κακώς σχηματισμένες τις αρθρώσεις («ἄλλοι γὰρ ἄλλων μᾶλλον ἔξαρθροι πεφύκασι», Ιπποκρ.)
3. αυτός που ακρωτηριάστηκε, που του κόπηκαν τα άρθρα, τα μέλη του σώματος.
Translations
dislocated
French: disloqué, luxé, déboîté; German: ausgekugelt, ausgerenkt, luxiert; Greek: εξαρθρωμένος; Ancient Greek: ἔξαρθρος, ἐξηρθρωμένος, ἔκπαλος, ἐκπαλής, διεστραμμένος; Italian: dislocato; Latin: luxatus; Portuguese: deslocado; Russian: вывихнутый; Spanish: deslocado, desarticulado