ὀξυάκανθα: Difference between revisions
From LSJ
(13_1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oksyakantha | |Transliteration C=oksyakantha | ||
|Beta Code=o)cua/kanqa | |Beta Code=o)cua/kanqa | ||
|Definition=[ᾰκ], ἡ, | |Definition=[ᾰκ], ἡ, [[fiery thorn]], [[Cotoneaster Pyracantha]], Dsc.1.93, Gal.6.643:—also [[ὀξυάκανθος]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.9.3,3.3.1, Gal.12.90. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0351.png Seite 351]] ἡ, Spitzdorn, vielleicht der Berberitzenstrauch, Diosc. u. Theophr., der ihn auch ὀξυάκανθος nennt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0351.png Seite 351]] ἡ, Spitzdorn, vielleicht der Berberitzenstrauch, Diosc. u. Theophr., der ihn auch ὀξυάκανθος nennt. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀξῠάκανθα''': ἡ Mespilus pyracantha, «[[δένδρον]] ἐστὶ παραπλήσιον ἀχράδι, μικρότερον δὲ καὶ ἀκανθῶδες [[ἄγαν]]· καρπὸν δὲ φέρει μύρτῳ ἐμφερῆ, ἁδρόν, ἐρυθρόν, εὔθρυπτον, [[ἔνδοθεν]] πυρῆνα ἔχοντα, ῥῖζαν πολυσχιδῆ καὶ βαθεῖαν». Διοσκ. 1. 122· ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9. 3, κτλ., ὀξυάκανθος. Νῦν ἐν Λακωνικῇ μὲν ἐφύλαξε τὸ [[ἀρχαῖον]] [[ὄνομα]], ἐν Πάρῳ δὲ καλεῖται: «μυλκυνιὰ» κατὰ Sibth. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και οξυάκανθος, η (Α [[ὀξυάκανθα]] και ὀξυάκανθος)<br />[[είδος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄκανθα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰκ], ἡ, fiery thorn, Cotoneaster Pyracantha, Dsc.1.93, Gal.6.643:—also ὀξυάκανθος, Thphr. HP 1.9.3,3.3.1, Gal.12.90.
German (Pape)
[Seite 351] ἡ, Spitzdorn, vielleicht der Berberitzenstrauch, Diosc. u. Theophr., der ihn auch ὀξυάκανθος nennt.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠάκανθα: ἡ Mespilus pyracantha, «δένδρον ἐστὶ παραπλήσιον ἀχράδι, μικρότερον δὲ καὶ ἀκανθῶδες ἄγαν· καρπὸν δὲ φέρει μύρτῳ ἐμφερῆ, ἁδρόν, ἐρυθρόν, εὔθρυπτον, ἔνδοθεν πυρῆνα ἔχοντα, ῥῖζαν πολυσχιδῆ καὶ βαθεῖαν». Διοσκ. 1. 122· ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9. 3, κτλ., ὀξυάκανθος. Νῦν ἐν Λακωνικῇ μὲν ἐφύλαξε τὸ ἀρχαῖον ὄνομα, ἐν Πάρῳ δὲ καλεῖται: «μυλκυνιὰ» κατὰ Sibth.
Greek Monolingual
και οξυάκανθος, η (Α ὀξυάκανθα και ὀξυάκανθος)
είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + ἄκανθα.