μᾶλις: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(13_1)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=μᾶλις
|Medium diacritics=μᾶλις
|Low diacritics=μάλις
|Capitals=ΜΑΛΙΣ
|Transliteration A=mâlis
|Transliteration B=malis
|Transliteration C=malis
|Beta Code=ma=lis
|Definition=v. [[μηλίς]]², ''Hippiatr.'' 2.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0090.png Seite 90]] ιος, ἡ, auch μῆλις, eine Krankheit der Pferde u. Esel, der Rotz, Suid. u. a. Sp. Bei den Lateinern malleus, Veget.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0090.png Seite 90]] ιος, ἡ, auch μῆλις, eine Krankheit der Pferde u. Esel, der Rotz, Suid. u. a. Sp. Bei den Lateinern malleus, Veget.
}}
{{ls
|lstext='''μᾶλις''': -ιος, ἡ, [[νόσος]] τις τῶν ἵππων καὶ ὄνων, [[εἶδος]] κατάρρου, τῶν μυκτήρων· - [[ὡσαύτως]] μᾱλιασμός, Λατ. malleus, Ἱππιατρ., Σουΐδ.· μαλίη, παρ’ Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μαλίς]], ἡ (Μ)<br />δωρ. τ.) <b>βλ.</b> [[μηλίς]].
}}
{{grml
|mltxt=-εως και [[μάλη]], η<br />(AM μᾱλις, -ιος)<br />[[λοιμώδης]] μεταδοτική [[νόσος]] που προσβάλλει [[κυρίως]] τα ιπποειδή, [[αλλά]] μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Παρά τον τ. [[μάλις]], -<i>εως</i> μαρτυρείται και τ. <i>μᾱλίς</i> / [[μηλίς]], -ίδος. Και τα δύο δηλώνουν νόσους, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως προελθούσες από παρομοιώσεις τών συμπτωμάτων της νόσου [[προς]] το [[σχήμα]], [[χρώμα]] κ.λπ. του <i>μήλου</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾶλις Medium diacritics: μᾶλις Low diacritics: μάλις Capitals: ΜΑΛΙΣ
Transliteration A: mâlis Transliteration B: malis Transliteration C: malis Beta Code: ma=lis

English (LSJ)

v. μηλίς², Hippiatr. 2.

German (Pape)

[Seite 90] ιος, ἡ, auch μῆλις, eine Krankheit der Pferde u. Esel, der Rotz, Suid. u. a. Sp. Bei den Lateinern malleus, Veget.

Greek (Liddell-Scott)

μᾶλις: -ιος, ἡ, νόσος τις τῶν ἵππων καὶ ὄνων, εἶδος κατάρρου, τῶν μυκτήρων· - ὡσαύτως μᾱλιασμός, Λατ. malleus, Ἱππιατρ., Σουΐδ.· μαλίη, παρ’ Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μαλίς, ἡ (Μ)
δωρ. τ.) βλ. μηλίς.

Greek Monolingual

-εως και μάλη, η
(AM μᾱλις, -ιος)
λοιμώδης μεταδοτική νόσος που προσβάλλει κυρίως τα ιπποειδή, αλλά μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παρά τον τ. μάλις, -εως μαρτυρείται και τ. μᾱλίς / μηλίς, -ίδος. Και τα δύο δηλώνουν νόσους, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως προελθούσες από παρομοιώσεις τών συμπτωμάτων της νόσου προς το σχήμα, χρώμα κ.λπ. του μήλου].