μυξωτήρ: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")
m (elru replacement)
 
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μυξωτήρ:''' ῆρος ὁ (преимущ. pl.) [[ноздря]] er., Sext.
|elrutext='''μυξωτήρ:''' ῆρος ὁ (преимущ. pl.) ноздря Her., Sext.
}}
}}

Latest revision as of 22:08, 21 March 2024

German (Pape)

[Seite 218] ῆρος, ὁ, = μυκτήρ, Nasenloch, Nase; διὰ τῶν μυξωτήρων, Her. 2, 86 u. Sp., wie Opp. Cyn. 1, 454; S. Emp. pyrrh. 1, 128; wahrscheinlich auch bei Diosc. richtige Lesart für μυξητήρ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
c. μυκτήρ.

Greek Monolingual

μυξωτήρ, -ήρος, ὁ (ΑΜ, Α και μυξητήρ, -ῆρος)
συν. στον πληθ. οἱ μυξωτῆρες
οι μυκτήρες, τα ρουθούνια
μσν.
η μύτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + επίθημα -τήρ. Οι τ. μυξωτήρ (< αρχ. μυξόω) και μηξητήρ (< μυξῶ) μορφολογικά φαίνεται ότι παράγονται από τα αντίστοιχα ρήματα αλλά σημασιολογικά αποτελούν παράλληλους εκφραστικούς τ. του μυκτήρ.

Russian (Dvoretsky)

μυξωτήρ: ῆρος ὁ (преимущ. pl.) ноздря Her., Sext.