ἐμπροίκιος: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
(c1)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=emproikios
|Transliteration C=emproikios
|Beta Code=e)mproi/kios
|Beta Code=e)mproi/kios
|Definition=ον, (προίξ) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">given by way of dower</b>, <b class="b3">ἐ. δοθῆναι, δεδόσθαι</b>, <span class="bibl">App.<span class="title">Mith.</span>75</span>, <span class="bibl"><span class="title">BC</span>1.10</span>; <b class="b3">δισμύρια τάλαντα ἐ</b>. Anon.Hist. in <span class="title">Rev.Ét.Gr.</span> 5.321:—also ἔμ-ροικος, ον, <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=ἐμπροίκιον, ([[προίξ]]) [[given by way of dower]], <b class="b3">ἐ. δοθῆναι, δεδόσθαι</b>, App.''Mith.''75, ''BC''1.10; <b class="b3">δισμύρια τάλαντα ἐ.</b> Anon.Hist. in ''Rev.Ét.Gr.'' 5.321:—also [[ἔμροικος]], ον, ''Glossaria''.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[entregado o aportado como dote]] διδοὺς αὐτῷ ... ἣν ἂν τῶν θυγατέρων ἕλοιτο πρὸς γάμον καὶ δισμύρια τάλαντα ἐμπροίκια Anon.Hist.151.1.5<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἐ. [[dote]] λέγεται δ' ἡ πόλις ἐ. ὑπὸ Διὸς τῇ Κόρῃ δοθῆναι App.<i>Mith</i>.75, cf. <i>BC</i> 1.10, <i>Orac.Sib</i>.11.288.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0817.png Seite 817]] zur Mitgift gehörig; τὸ ἐμπροίκιον, App. Civ. 1, 10 Mthr. 75.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0817.png Seite 817]] zur Mitgift gehörig; τὸ ἐμπροίκιον, App. Civ. 1, 10 Mthr. 75.
}}
{{ls
|lstext='''ἐμπροίκιος''': -ον, (προὶξ) ὁ διδόμενος ἢ δοθεὶς ὡς [[προίξ]], λέγεται δ’ ἡ [[πόλις]] [[ἐμπροίκιος]] ὑπὸ Διὸς τῇ κόρῃ δοθῆναι Ἀππ. Μιθρ. 75, Ἐμφύλ. 1. 10.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐμπροίκιος]], -ον (Α)<br />αυτό που δίνεται ή δόθηκε ως [[προίκα]] («λέγεται δ' ἡ [[πόλις]] ἐμπροίκιον τῇ κόρῃ δοθῆναι», Aππ.).
}}
}}

Latest revision as of 10:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπροίκιος Medium diacritics: ἐμπροίκιος Low diacritics: εμπροίκιος Capitals: ΕΜΠΡΟΙΚΙΟΣ
Transliteration A: emproíkios Transliteration B: emproikios Transliteration C: emproikios Beta Code: e)mproi/kios

English (LSJ)

ἐμπροίκιον, (προίξ) given by way of dower, ἐ. δοθῆναι, δεδόσθαι, App.Mith.75, BC1.10; δισμύρια τάλαντα ἐ. Anon.Hist. in Rev.Ét.Gr. 5.321:—also ἔμροικος, ον, Glossaria.

Spanish (DGE)

-ον
entregado o aportado como dote διδοὺς αὐτῷ ... ἣν ἂν τῶν θυγατέρων ἕλοιτο πρὸς γάμον καὶ δισμύρια τάλαντα ἐμπροίκια Anon.Hist.151.1.5
subst. τὸ ἐ. dote λέγεται δ' ἡ πόλις ἐ. ὑπὸ Διὸς τῇ Κόρῃ δοθῆναι App.Mith.75, cf. BC 1.10, Orac.Sib.11.288.

German (Pape)

[Seite 817] zur Mitgift gehörig; τὸ ἐμπροίκιον, App. Civ. 1, 10 Mthr. 75.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπροίκιος: -ον, (προὶξ) ὁ διδόμενος ἢ δοθεὶς ὡς προίξ, λέγεται δ’ ἡ πόλις ἐμπροίκιος ὑπὸ Διὸς τῇ κόρῃ δοθῆναι Ἀππ. Μιθρ. 75, Ἐμφύλ. 1. 10.

Greek Monolingual

ἐμπροίκιος, -ον (Α)
αυτό που δίνεται ή δόθηκε ως προίκα («λέγεται δ' ἡ πόλις ἐμπροίκιον τῇ κόρῃ δοθῆναι», Aππ.).