λεπτολογία: Difference between revisions
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
(13_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leptologia | |Transliteration C=leptologia | ||
|Beta Code=leptologi/a | |Beta Code=leptologi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[subtle argument]], [[quibbling]], Hermipp.22, ''Stoic.''1.89, Philostr.''VA''1.17.<br><span class="bld">II</span> = [[κνιπότης]], Phryn.''PS''p.85 B.<br><span class="bld">2</span> [[chicanery]], PMasp.151.201 (vi A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0030.png Seite 30]] ἡ, dasselbe; Hermipp. in VLL.; Schol. Ar. Nubb. 130; Philostr. u. a. Sp.; nach B. A. 49 τὸ περὶ τῶν μικρῶν φροντίζειν καὶ ἀδολεσχεῖν; aber auch [[κνιπότης]], Kleinigkeitskrämerei, Knauserei; vgl. Poll. 2, 123. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0030.png Seite 30]] ἡ, dasselbe; Hermipp. in VLL.; Schol. Ar. Nubb. 130; Philostr. u. a. Sp.; nach B. A. 49 τὸ περὶ τῶν μικρῶν φροντίζειν καὶ ἀδολεσχεῖν; aber auch [[κνιπότης]], Kleinigkeitskrämerei, Knauserei; vgl. Poll. 2, 123. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λεπτολογία''': ἡ, [[μικρολόγος]] [[συζήτησις]], σοφιστικὴ [[ἐξέτασις]] λεπτῶν πραγμάτων, Ἕρμιππ. ἐν «Δημόταις» 4, Φιλόστρ. 21· - [[ὡσαύτως]], = [[κνιπότης]], Α. Β. 49. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[λεπτολογία]]) [[λεπτολόγος]]<br />η [[λεπτομερής]] [[εξέταση]] ενός πράγματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ιδιότητα]] του λεπτολόγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η σοφιστική, εξονυχιστική [[εξέταση]] ενός ασήμαντου θέματος<br /><b>2.</b> η [[κνιπότης]]<br /><b>3.</b> <b>πάπ.</b> [[στρεψοδικία]], [[ραδιουργία]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:45, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A subtle argument, quibbling, Hermipp.22, Stoic.1.89, Philostr.VA1.17.
II = κνιπότης, Phryn.PSp.85 B.
2 chicanery, PMasp.151.201 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 30] ἡ, dasselbe; Hermipp. in VLL.; Schol. Ar. Nubb. 130; Philostr. u. a. Sp.; nach B. A. 49 τὸ περὶ τῶν μικρῶν φροντίζειν καὶ ἀδολεσχεῖν; aber auch κνιπότης, Kleinigkeitskrämerei, Knauserei; vgl. Poll. 2, 123.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτολογία: ἡ, μικρολόγος συζήτησις, σοφιστικὴ ἐξέτασις λεπτῶν πραγμάτων, Ἕρμιππ. ἐν «Δημόταις» 4, Φιλόστρ. 21· - ὡσαύτως, = κνιπότης, Α. Β. 49.
Greek Monolingual
η (Α λεπτολογία) λεπτολόγος
η λεπτομερής εξέταση ενός πράγματος
νεοελλ.
η ιδιότητα του λεπτολόγου
αρχ.
1. η σοφιστική, εξονυχιστική εξέταση ενός ασήμαντου θέματος
2. η κνιπότης
3. πάπ. στρεψοδικία, ραδιουργία.