ἐπικύρωσις: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ἐπικῡ́ρωσις | ||
|Medium diacritics=ἐπικύρωσις | |Medium diacritics=ἐπικύρωσις | ||
|Low diacritics=επικύρωσις | |Low diacritics=επικύρωσις | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐπικύρωσις]]) [[επικυρώνω]]<br />η [[πράξη]] με την οποία προσδίδεται [[κύρος]] σε ορισμένη [[ενέργεια]] ή με την οποία διαπιστώνεται, επαληθεύεται ή βεβαιώνεται [[κάτι]] (α. «[[επικύρωση]] συνθήκης, εγγράφου, υπογραφής» κ.λπ.<br />β. «πρὸς τὴν ἐπικύρωσιν τῆς χειροτονίας», <b>Αριστοτ.</b>). | |mltxt=η (AM [[ἐπικύρωσις]]) [[επικυρώνω]]<br />η [[πράξη]] με την οποία προσδίδεται [[κύρος]] σε ορισμένη [[ενέργεια]] ή με την οποία διαπιστώνεται, επαληθεύεται ή βεβαιώνεται [[κάτι]] (α. «[[επικύρωση]] συνθήκης, εγγράφου, υπογραφής» κ.λπ.<br />β. «πρὸς τὴν ἐπικύρωσιν τῆς χειροτονίας», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[ratification]]=== | |||
Bulgarian: ратификация; Danish: ratifikation; Finnish: ratifiointi, vahvistaminen; French: [[ratification]]; Georgian: რატიფიკაცია, დამტკიცება; German: [[Bestätigung]]; Greek: [[επικύρωση]], [[κύρωση]]; Ancient Greek: [[ἐπικύρωσις]], [[κύρωσις]]; Icelandic: fullgilding; Italian: [[ratifica]]; Maori: whakapūmautanga, whakamanatanga; Norwegian Bokmål: ratifikasjon; Nynorsk: ratifikasjon; Polish: ratyfikacja; Romanian: ratificație; Russian: [[ратификация]], [[утверждение]]; Spanish: [[ratificación]]; Swedish: ratificering; Thai: สัตยาบัน | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:47, 9 December 2024
English (LSJ)
[ῡ], εως, ἡ, ratification, confirmation, χειροτονίας Arist. Ath.41.3, cf. D.H.9.51, Just.Nov.42.1.1.
German (Pape)
[Seite 955] ἡ, Bestätigung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικύρωσις: -εως, ἡ, (ἐπικυρόω) ὡς καὶ νῦν, ἐπιβεβαίωσις, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀπολ. 1. 45, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 487D, κλ.
Greek Monolingual
η (AM ἐπικύρωσις) επικυρώνω
η πράξη με την οποία προσδίδεται κύρος σε ορισμένη ενέργεια ή με την οποία διαπιστώνεται, επαληθεύεται ή βεβαιώνεται κάτι (α. «επικύρωση συνθήκης, εγγράφου, υπογραφής» κ.λπ.
β. «πρὸς τὴν ἐπικύρωσιν τῆς χειροτονίας», Αριστοτ.).
Translations
ratification
Bulgarian: ратификация; Danish: ratifikation; Finnish: ratifiointi, vahvistaminen; French: ratification; Georgian: რატიფიკაცია, დამტკიცება; German: Bestätigung; Greek: επικύρωση, κύρωση; Ancient Greek: ἐπικύρωσις, κύρωσις; Icelandic: fullgilding; Italian: ratifica; Maori: whakapūmautanga, whakamanatanga; Norwegian Bokmål: ratifikasjon; Nynorsk: ratifikasjon; Polish: ratyfikacja; Romanian: ratificație; Russian: ратификация, утверждение; Spanish: ratificación; Swedish: ratificering; Thai: สัตยาบัน