ὀλβία: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(c2) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=olvia | |Transliteration C=olvia | ||
|Beta Code=o)lbi/a | |Beta Code=o)lbi/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[bliss]], Phot. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0318.png Seite 318]] ἡ, die Glückseligkeit, Com. bei Phot., εἰς ὀλβίαν, Verwünschung, wie βάλλ' εἰς μακαρίαν. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0318.png Seite 318]] ἡ, die Glückseligkeit, Com. bei Phot., εἰς ὀλβίαν, Verwünschung, wie βάλλ' εἰς μακαρίαν. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀλβία''': ἡ, [[μακαρία]], [[μακαριότης]], «ἐς ὀλβίαν: ὡς εἰς μακαρίαν· τὸ εἰς Ἅιδου· Φώτ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀλβία]], ἡ (Α)<br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) [[μακαριότητα]], [[ευδαιμονία]] στη [[μετά]] θάνατον ζωή («ἐς ὀλβίαν<br />ὡς εἰς μακαρίαν<br />τὸ εἰς Ἅιδου», <b>Φώτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει προέλθει πιθ. κατ' [[απόσπαση]] από το σύνθ. [[ἀνολβία]].<br />Ὀλβία, ἡ (Α) [[όλβος]]<br />[[ονομασία]] διαφόρων αρχαίων [[πόλεων]], από τις οποίες η πιο γνωστή ήταν η ομώνυμη [[αποικία]] τών Μιλησίων στη [[Σκυθία]], που ιδρύθηκε [[περί]] το 645 π.Χ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[Ὄλβια]] και [[Ὄλπια]], τὰ (Α)<br />(αρχαιότ. τ. του <i>Ἄλπια</i>) οι 'Αλπεις. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:57, 24 August 2022
English (LSJ)
ἡ, bliss, Phot.
German (Pape)
[Seite 318] ἡ, die Glückseligkeit, Com. bei Phot., εἰς ὀλβίαν, Verwünschung, wie βάλλ' εἰς μακαρίαν.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλβία: ἡ, μακαρία, μακαριότης, «ἐς ὀλβίαν: ὡς εἰς μακαρίαν· τὸ εἰς Ἅιδου· Φώτ.
Greek Monolingual
ὀλβία, ἡ (Α)
(κατά τον Φώτ.) μακαριότητα, ευδαιμονία στη μετά θάνατον ζωή («ἐς ὀλβίαν
ὡς εἰς μακαρίαν
τὸ εἰς Ἅιδου», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει πιθ. κατ' απόσπαση από το σύνθ. ἀνολβία.
Ὀλβία, ἡ (Α) όλβος
ονομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων, από τις οποίες η πιο γνωστή ήταν η ομώνυμη αποικία τών Μιλησίων στη Σκυθία, που ιδρύθηκε περί το 645 π.Χ.