σκυτοδεψικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(13_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skytodepsikos
|Transliteration C=skytodepsikos
|Beta Code=skutodeyiko/s
|Beta Code=skutodeyiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for curriers</b> or <b class="b2">currying</b>, ῥοῦς <span class="bibl">Hp.<span class="title">Liqu.</span>5</span>: <b class="b3">-κή, ἡ</b> (sc. <b class="b3">κόπρος</b>), <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>3.17.5</span>,<span class="bibl">5.15.2</span>. <b class="b3">-ός, ὁ</b>,= <b class="b3">σκυτοδέψης</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>517e</span>, v.l. in <span class="bibl">Luc.<span class="title">Vit.Auct.</span>11</span>.</span>
|Definition=σκυτοδεψική, σκυτοδεψικόν, [[of curriers]] or [[for curriers]] or [[of currying]], ῥοῦς Hp.''Liqu.''5: [[σκυτοδεψική]], ἡ (''[[sc.]]'' [[κόπρος]]), [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 3.17.5,5.15.2. σκυτοδεψικός, ὁ, = [[σκυτοδέψης]], [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 517e, [[varia lectio|v.l.]] in Luc.''Vit.Auct.''11.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0908.png Seite 908]] ή, όν, zum Ledergerber, zum Ledergerben gehörig; ἡ σκυτοδεψική, mit u. ohne [[τέχνη]], die Gerbetkunft, Gerberei, Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0908.png Seite 908]] ή, όν, zum Ledergerber, zum Ledergerben gehörig; ἡ σκυτοδεψική, mit u. ohne [[τέχνη]], die Gerbetkunft, Gerberei, Theophr.
}}
{{ls
|lstext='''σκῠτοδεψικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς βυρσοδέψας ἢ τὴν βυρσοδεψικήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 17, 5., 5. 15, 2· - ἡ σκυτοδεψικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ βυρσοδεψική, ἡ τῆς κατεργασίας τῶν δερμάτων.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σκυτοδέψης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε βυρσοδέψη ή αυτός που προέρχεται από [[βυρσοδεψία]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή σκυτοδεψική</i><br />α) (ενν. [[κόπρος]])<br />η [[κοπριά]] που μένει από τα υπολείμματα της κατεργασίας δερμάτων<br />β) (ενν. [[τέχνη]]) η [[τέχνη]] της κατεργασίας δερμάτων, [[βυρσοδεψία]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκυτοδεψικός -ή -όν [σκυτοδέψης] [[behorend tot de leerlooierij]].
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτοδεψικός Medium diacritics: σκυτοδεψικός Low diacritics: σκυτοδεψικός Capitals: ΣΚΥΤΟΔΕΨΙΚΟΣ
Transliteration A: skytodepsikós Transliteration B: skytodepsikos Transliteration C: skytodepsikos Beta Code: skutodeyiko/s

English (LSJ)

σκυτοδεψική, σκυτοδεψικόν, of curriers or for curriers or of currying, ῥοῦς Hp.Liqu.5: σκυτοδεψική, ἡ (sc. κόπρος), Thphr. CP 3.17.5,5.15.2. σκυτοδεψικός, ὁ, = σκυτοδέψης, Pl.Grg. 517e, v.l. in Luc.Vit.Auct.11.

German (Pape)

[Seite 908] ή, όν, zum Ledergerber, zum Ledergerben gehörig; ἡ σκυτοδεψική, mit u. ohne τέχνη, die Gerbetkunft, Gerberei, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠτοδεψικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς βυρσοδέψας ἢ τὴν βυρσοδεψικήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 17, 5., 5. 15, 2· - ἡ σκυτοδεψικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ βυρσοδεψική, ἡ τῆς κατεργασίας τῶν δερμάτων.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σκυτοδέψης
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε βυρσοδέψη ή αυτός που προέρχεται από βυρσοδεψία
2. το θηλ. ως ουσ. ή σκυτοδεψική
α) (ενν. κόπρος)
η κοπριά που μένει από τα υπολείμματα της κατεργασίας δερμάτων
β) (ενν. τέχνη) η τέχνη της κατεργασίας δερμάτων, βυρσοδεψία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυτοδεψικός -ή -όν [σκυτοδέψης] behorend tot de leerlooierij.