χιλιόπους: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(c1)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1356.png Seite 1356]] οδος, ὁ, ἡ, neutr. -πουν, tausendfüßig, der Tausendfuß, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1356.png Seite 1356]] οδος, ὁ, ἡ, neutr. -πουν, tausendfüßig, der Tausendfuß, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''χῑλιόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιλίους πόδας· - ὡς οὐσιαστ., ζῳύφιον σκωληκοειδὲς μετ’ ἀναριθμήτων ποδῶν, Γλωσσ., πρβλ. τῆς συνηθείας: «σαρανταπόδαρος».
}}
{{grml
|mltxt=-ουν, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[χίλια]] ή, γενικά, [[πολλά]] πόδια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[χιλιόπους]]<br />η [[σαρανταποδαρούσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χιλι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), [[πρβλ]]. [[δεκάπους]], [[οκτάπους]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:39, 9 May 2023

German (Pape)

[Seite 1356] οδος, ὁ, ἡ, neutr. -πουν, tausendfüßig, der Tausendfuß, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χῑλιόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιλίους πόδας· - ὡς οὐσιαστ., ζῳύφιον σκωληκοειδὲς μετ’ ἀναριθμήτων ποδῶν, Γλωσσ., πρβλ. τῆς συνηθείας: «σαρανταπόδαρος».

Greek Monolingual

-ουν, ΝΜΑ
αυτός που έχει χίλια ή, γενικά, πολλά πόδια
μσν.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ.χιλιόπους
η σαρανταποδαρούσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. δεκάπους, οκτάπους].