κμέλεθρον: Difference between revisions

From LSJ

Ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς → Visa re turpi cum aliis ne immisceas → Erlebst du eine Schandtat je, so lauf nicht mit

Menander, Monostichoi, 272
(c1)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kmelethron
|Transliteration C=kmelethron
|Beta Code=kme/leqron
|Beta Code=kme/leqron
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">beam</b>, Pamphil. ap. <span class="bibl"><span class="title">EM</span>521.34</span> (pl.).</span>
|Definition=τό, [[beam]], Pamphil. ap. ''EM''521.34 (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1459.png Seite 1459]] τό, nach Pamphilus in E. M. p. 521, 28 = [[μέλαθρον]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1459.png Seite 1459]] τό, nach Pamphilus in E. M. p. 521, 28 = [[μέλαθρον]].
}}
{{ls
|lstext='''κμέλεθρον''': τό, [[δοκός]], Πάμφιλος ἐν Ἐτυμολ. Μέγ. 521. 27· ἴδε Κούρτ. Gr. Et. n˚ 31α.
}}
{{grml
|mltxt=[[κμέλεθρον]], τὸ (Α)<br />[[δοκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Εντυπωσιακή η μορφική και σημασιολογική [[ομοιότητα]] με το [[μέλαθρον]], η οποία όμως δεν συνεπάγεται αναγκαστικά και ετυμολογική [[συγγένεια]]. Κατά μία [[άποψη]], [[κμέλεθρον]] <span style="color: red;"><</span> <i>κμέρεθρον</i> με [[ανομοίωση]], [[οπότε]] η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>kmarati</i> «[[είμαι]] κεκαμμένος»].
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κμέλεθρον Medium diacritics: κμέλεθρον Low diacritics: κμέλεθρον Capitals: ΚΜΕΛΕΘΡΟΝ
Transliteration A: kmélethron Transliteration B: kmelethron Transliteration C: kmelethron Beta Code: kme/leqron

English (LSJ)

τό, beam, Pamphil. ap. EM521.34 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1459] τό, nach Pamphilus in E. M. p. 521, 28 = μέλαθρον.

Greek (Liddell-Scott)

κμέλεθρον: τό, δοκός, Πάμφιλος ἐν Ἐτυμολ. Μέγ. 521. 27· ἴδε Κούρτ. Gr. Et. n˚ 31α.

Greek Monolingual

κμέλεθρον, τὸ (Α)
δοκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εντυπωσιακή η μορφική και σημασιολογική ομοιότητα με το μέλαθρον, η οποία όμως δεν συνεπάγεται αναγκαστικά και ετυμολογική συγγένεια. Κατά μία άποψη, κμέλεθρον < κμέρεθρον με ανομοίωση, οπότε η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. kmarati «είμαι κεκαμμένος»].