τηλεσκόπος: Difference between revisions
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(13_4) |
|||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tileskopos | |Transliteration C=tileskopos | ||
|Beta Code=thlesko/pos | |Beta Code=thlesko/pos | ||
|Definition= | |Definition=τηλεσκόπον,<br><span class="bld">A</span> [[far-seeing]], ὄμμα Ar.''Nu.''290 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> proparox. [[τηλέσκοπος]], [[ον]], [[far-seen]], [[conspicuous]], Hes.''Th.''566,569, [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]'' 338 (Bentley, for <b class="b3">τῇδε σκοπῶν</b>), Limen.1, ''AP''6.251 (Phil.); parox. in Max.436, Musae.237. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1106.png Seite 1106]] weit od. fern schauend, [[ὄμμα]], Ar. Nubb. 290; – mit verändertem Tone, τηλέσκοπος, von weitem, aus der Ferne gesehen; Hes. Th. 566. 569; Soph. frg. 319; ὄχθον Λευκάδος τηλέσκοπον ναύταις, Philp. 11 (VI, 251). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1106.png Seite 1106]] weit od. fern schauend, [[ὄμμα]], Ar. Nubb. 290; – mit verändertem Tone, τηλέσκοπος, von weitem, aus der Ferne gesehen; Hes. Th. 566. 569; Soph. frg. 319; ὄχθον Λευκάδος τηλέσκοπον ναύταις, Philp. 11 (VI, 251). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qui observe au loin]].<br />'''Étymologie:''' [[τῆλε]], [[σκοπέω]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[τηλεσκόπος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] οπισθόγλυφων φιδιών της οικογένειας κολουμβρίδες με 15 [[περίπου]] είδη, [[κυρίως]] της Αφρικής και της νοτιοδυτικής Ασίας, από τα οποία το [[είδος]] Telescopus fallax απαντά και στη νοτιοανατολική [[Ευρώπη]] και στη [[χώρα]] μας, κν. γατόφιδο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βλέπει πολύ [[μακριά]] («ἐπιδώμεθα τηλεσκόπῳ ὄμματι γαῖαν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τηλ</i>(<i>ε</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ. Η λ., ως επιστημ. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνειο, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>telescopus</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τηλεσκόπος:''' -ον ([[σκοπέω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βλέπει [[μακριά]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ. <i>[[τηλέσκοπος]]</i>, <i>-ον</i>, Παθ. αυτός που φαίνεται από [[μακριά]], [[φανερός]], [[καταφανής]], [[πασίδηλος]], σε Ησίοδ., Ανθ. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τηλεσκόπος:''' [[далеко видящий]], [[зоркий]] ([[ὄμμα]] Arph.). | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τηλε-σκόπος, ον, [[σκοπέω]]<br />far-[[seeing]], Ar. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:55, 23 March 2024
English (LSJ)
τηλεσκόπον,
A far-seeing, ὄμμα Ar.Nu.290 (lyr.).
II proparox. τηλέσκοπος, ον, far-seen, conspicuous, Hes.Th.566,569, S.Fr. 338 (Bentley, for τῇδε σκοπῶν), Limen.1, AP6.251 (Phil.); parox. in Max.436, Musae.237.
German (Pape)
[Seite 1106] weit od. fern schauend, ὄμμα, Ar. Nubb. 290; – mit verändertem Tone, τηλέσκοπος, von weitem, aus der Ferne gesehen; Hes. Th. 566. 569; Soph. frg. 319; ὄχθον Λευκάδος τηλέσκοπον ναύταις, Philp. 11 (VI, 251).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui observe au loin.
Étymologie: τῆλε, σκοπέω.
Greek Monolingual
ο / τηλεσκόπος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος οπισθόγλυφων φιδιών της οικογένειας κολουμβρίδες με 15 περίπου είδη, κυρίως της Αφρικής και της νοτιοδυτικής Ασίας, από τα οποία το είδος Telescopus fallax απαντά και στη νοτιοανατολική Ευρώπη και στη χώρα μας, κν. γατόφιδο
αρχ.
αυτός που βλέπει πολύ μακριά («ἐπιδώμεθα τηλεσκόπῳ ὄμματι γαῖαν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο-σκόπος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ. Η λ., ως επιστημ. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. telescopus].
Greek Monotonic
τηλεσκόπος: -ον (σκοπέω)·
I. αυτός που βλέπει μακριά, σε Αριστοφ.
II. προπαροξ. τηλέσκοπος, -ον, Παθ. αυτός που φαίνεται από μακριά, φανερός, καταφανής, πασίδηλος, σε Ησίοδ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τηλεσκόπος: далеко видящий, зоркий (ὄμμα Arph.).