Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τηλεσκόπος

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηλεσκόπος Medium diacritics: τηλεσκόπος Low diacritics: τηλεσκόπος Capitals: ΤΗΛΕΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: tēleskópos Transliteration B: tēleskopos Transliteration C: tileskopos Beta Code: thlesko/pos

English (LSJ)

τηλεσκόπον,
A far-seeing, ὄμμα Ar.Nu.290 (lyr.).
II proparox. τηλέσκοπος, ον, far-seen, conspicuous, Hes.Th.566,569, S.Fr. 338 (Bentley, for τῇδε σκοπῶν), Limen.1, AP6.251 (Phil.); parox. in Max.436, Musae.237.

German (Pape)

[Seite 1106] weit od. fern schauend, ὄμμα, Ar. Nubb. 290; – mit verändertem Tone, τηλέσκοπος, von weitem, aus der Ferne gesehen; Hes. Th. 566. 569; Soph. frg. 319; ὄχθον Λευκάδος τηλέσκοπον ναύταις, Philp. 11 (VI, 251).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui observe au loin.
Étymologie: τῆλε, σκοπέω.

Greek Monolingual

ο / τηλεσκόπος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος οπισθόγλυφων φιδιών της οικογένειας κολουμβρίδες με 15 περίπου είδη, κυρίως της Αφρικής και της νοτιοδυτικής Ασίας, από τα οποία το είδος Telescopus fallax απαντά και στη νοτιοανατολική Ευρώπη και στη χώρα μας, κν. γατόφιδο
αρχ.
αυτός που βλέπει πολύ μακριά («ἐπιδώμεθα τηλεσκόπῳ ὄμματι γαῖαν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο-σκόπος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ. Η λ., ως επιστημ. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. telescopus].

Greek Monotonic

τηλεσκόπος: -ον (σκοπέω
I. αυτός που βλέπει μακριά, σε Αριστοφ.
II. προπαροξ. τηλέσκοπος, -ον, Παθ. αυτός που φαίνεται από μακριά, φανερός, καταφανής, πασίδηλος, σε Ησίοδ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τηλεσκόπος: далеко видящий, зоркий (ὄμμα Arph.).

Middle Liddell

τηλε-σκόπος, ον, σκοπέω
far-seeing, Ar.