ἀκάττυτος: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(4000) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akattytos | |Transliteration C=akattytos | ||
|Beta Code=a)ka/ttutos | |Beta Code=a)ka/ttutos | ||
|Definition= | |Definition=ἀκάττυτον, [[not stitched]], i.e. [[new]], of shoes, Teles p.40 H. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[sin remendar]], [[nuevo]] ὑπόδημα Teles 4.40. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀκάττυτος]], -ον (Α) [[καττύω]], [[κασσύω]]<br />αυτός που δεν φοράει σανδάλια, ο [[ξυπόλυτος]] ή (σύμφωνα με [[άλλη]] [[ερμηνεία]]) αυτός που δεν έχει σόλες, [[καινούργιος]] (αποδίδεται στο [[υπόδημα]]). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:56, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκάττυτον, not stitched, i.e. new, of shoes, Teles p.40 H.
Spanish (DGE)
-ον sin remendar, nuevo ὑπόδημα Teles 4.40.
Greek Monolingual
ἀκάττυτος, -ον (Α) καττύω, κασσύω
αυτός που δεν φοράει σανδάλια, ο ξυπόλυτος ή (σύμφωνα με άλλη ερμηνεία) αυτός που δεν έχει σόλες, καινούργιος (αποδίδεται στο υπόδημα).