ζωστήριος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
(13_1)
 
(16)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1145.png Seite 1145]] zum Gürtel gehörig, gürtend, Beiwort des Apollo von Ζωστήρ. S. nom. pr. Ἀθηνᾶ ζωστηρία, Paus. 9, 17, 3, = [[ζώστειρα]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1145.png Seite 1145]] zum Gürtel gehörig, gürtend, Beiwort des Apollo von Ζωστήρ. S. nom. pr. Ἀθηνᾶ ζωστηρία, Paus. 9, 17, 3, = [[ζώστειρα]].
}}
{{ls
|lstext='''ζωστήριος''': -α, -ον, ὁ ἔχων ζωστῆρα (ἐζωσμένος πρὸς μάχην) ἢ ἐκ τοῦ Ζωστῆρος (ἄκρας τῆς Ἀττικῆς μεταξὺ Κωλιάδος καὶ Σουνίου), [[ζωστήριος]] [[Ἀπόλλων]] Εὐφορίων ἐν τῷ Ε. Μ. 414, 20, Παυσ. 1. 31, 1· ζωστηρία [[Ἀθηνᾶ]] ὁ αὐτ. 9. 17, 2· ἢ [[ζώστειρα]] Λεξ. Ρητ. 261· πρβλ. Meineke Εὐφορίων. σ. 151, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. [[ζωστήρ]], Α. Β. 261, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ζωστήριος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ζωστήρα, [[ακρωτήριο]] της Αττικής<br /><b>2.</b> (το θηλ. ως [[προσωνυμία]]) <i>Ζωστηρία</i><br />[[επίθετο]] της θεάς Αθηνάς<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ζωστήριον</i><br />ο [[ζωστήρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τις σημ. 1 και 2 <span style="color: red;"><</span> <i>Ζωστήρ</i><br />με τη σημ. 3 <span style="color: red;"><</span> [[ζωστήρας]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:16, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1145] zum Gürtel gehörig, gürtend, Beiwort des Apollo von Ζωστήρ. S. nom. pr. Ἀθηνᾶ ζωστηρία, Paus. 9, 17, 3, = ζώστειρα.

Greek (Liddell-Scott)

ζωστήριος: -α, -ον, ὁ ἔχων ζωστῆρα (ἐζωσμένος πρὸς μάχην) ἢ ἐκ τοῦ Ζωστῆρος (ἄκρας τῆς Ἀττικῆς μεταξὺ Κωλιάδος καὶ Σουνίου), ζωστήριος Ἀπόλλων Εὐφορίων ἐν τῷ Ε. Μ. 414, 20, Παυσ. 1. 31, 1· ζωστηρία Ἀθηνᾶ ὁ αὐτ. 9. 17, 2· ἢ ζώστειρα Λεξ. Ρητ. 261· πρβλ. Meineke Εὐφορίων. σ. 151, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. ζωστήρ, Α. Β. 261, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ζωστήριος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ζωστήρα, ακρωτήριο της Αττικής
2. (το θηλ. ως προσωνυμία) Ζωστηρία
επίθετο της θεάς Αθηνάς
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζωστήριον
ο ζωστήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τις σημ. 1 και 2 < Ζωστήρ
με τη σημ. 3 < ζωστήρας].