ζύθος: Difference between revisions
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
(13_5) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1141.png Seite 1141]] (nach Phot. lex. p. 55, 9 [[ζῦθος]], wie auch einzeln in den Ausgaben steht), τό, so dat. ζύθει, Plut. an. vitios. suff. 4 Strab. 3, 3, 7 (17, 1 steht bei Tauchn. ζύθῳ), | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1141.png Seite 1141]] (nach Phot. lex. p. 55, 9 [[ζῦθος]], wie auch einzeln in den Ausgaben steht), τό, so dat. ζύθει, Plut. an. vitios. suff. 4 Strab. 3, 3, 7 (17, 1 steht bei Tauchn. ζύθῳ), [[Bier]] aus Gerste bereitet, bei den Aegyptiern, D. Sic. 1, 34. 4, 2; vgl. Her. 2, 77; [[ζύθος]] [[πύρινον]], bei den Celten, Posid. Ath. IV, 152 c u. Theophr. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ζύθος]], ὁ και ζῡθος και ζῡτος, -ους, τὸ)<br />οινοπνευματούχο [[ποτό]] που παράγεται με [[ζύμωση]] ειδικά παρασκευασμένου κριθαριού της βύνης, μπίρα<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] αιγυπτιακού ποτού που παρασκευαζόταν από [[κριθάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λόγω της σημασίας της ([[είδος]] αιγυπτιακού ποτού) η [[λέξη]] θεωρήθηκε αιγυπτιακής προελεύσεως. Εν τούτοις η ομοιότητά της [[προς]] το [[ζύμη]] κάνει πιθανή την [[υπόθεση]] αναγωγής της στην Ινδοευρωπαϊκή.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ζυθοπώλης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ζυθεστιατόριο]], [[ζυθοποιός]], [[ζυθοπότης]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:05, 6 January 2021
German (Pape)
[Seite 1141] (nach Phot. lex. p. 55, 9 ζῦθος, wie auch einzeln in den Ausgaben steht), τό, so dat. ζύθει, Plut. an. vitios. suff. 4 Strab. 3, 3, 7 (17, 1 steht bei Tauchn. ζύθῳ), Bier aus Gerste bereitet, bei den Aegyptiern, D. Sic. 1, 34. 4, 2; vgl. Her. 2, 77; ζύθος πύρινον, bei den Celten, Posid. Ath. IV, 152 c u. Theophr.
Greek Monolingual
ο (Α ζύθος, ὁ και ζῡθος και ζῡτος, -ους, τὸ)
οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται με ζύμωση ειδικά παρασκευασμένου κριθαριού της βύνης, μπίρα
αρχ.
είδος αιγυπτιακού ποτού που παρασκευαζόταν από κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λόγω της σημασίας της (είδος αιγυπτιακού ποτού) η λέξη θεωρήθηκε αιγυπτιακής προελεύσεως. Εν τούτοις η ομοιότητά της προς το ζύμη κάνει πιθανή την υπόθεση αναγωγής της στην Ινδοευρωπαϊκή.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ζυθοπώλης
νεοελλ.
ζυθεστιατόριο, ζυθοποιός, ζυθοπότης].