διαλλακτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
(c1)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diallaktikos
|Transliteration C=diallaktikos
|Beta Code=diallaktiko/s
|Beta Code=diallaktiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">inclined to mediate</b>, <span class="bibl">D.H.7.34</span>.</span>
|Definition=διαλλακτική, διαλλακτικόν, [[inclined to mediate]], D.H.7.34.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[inclinado a hacer de mediador]], [[tendente a la mediación]], [[pacificador]] δόξας μέτριος ὀργὴν εἶναι καὶ [[διαλλακτικός]] D.H.7.34, (θυσίαι) διαλλακτικαί (sacrificios) que apaciguan (a los dioses)</i>, Sud.s.u. θυσία.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0587.png Seite 587]] ή, όν, zur Versöhnung geneigt, Dion. Hal. 7, 34.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0587.png Seite 587]] ή, όν, zur Versöhnung geneigt, Dion. Hal. 7, 34.
}}
{{ls
|lstext='''διαλλακτικός''': -ή, -όν, κλίνων ἢ [[ἐπιτήδειος]] πρὸς διαλλαγὴν, συμφιλιωτικός, Διον. Ἁλ. 7. 34.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διαλλακτικός]], -ή, -όν) [[διαλλάσσω]]<br />[[συμφιλιωτικός]], [[συμβιβαστικός]].
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλλακτικός Medium diacritics: διαλλακτικός Low diacritics: διαλλακτικός Capitals: ΔΙΑΛΛΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diallaktikós Transliteration B: diallaktikos Transliteration C: diallaktikos Beta Code: diallaktiko/s

English (LSJ)

διαλλακτική, διαλλακτικόν, inclined to mediate, D.H.7.34.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
inclinado a hacer de mediador, tendente a la mediación, pacificador δόξας μέτριος ὀργὴν εἶναι καὶ διαλλακτικός D.H.7.34, (θυσίαι) διαλλακτικαί (sacrificios) que apaciguan (a los dioses), Sud.s.u. θυσία.

German (Pape)

[Seite 587] ή, όν, zur Versöhnung geneigt, Dion. Hal. 7, 34.

Greek (Liddell-Scott)

διαλλακτικός: -ή, -όν, κλίνων ἢ ἐπιτήδειος πρὸς διαλλαγὴν, συμφιλιωτικός, Διον. Ἁλ. 7. 34.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διαλλακτικός, -ή, -όν) διαλλάσσω
συμφιλιωτικός, συμβιβαστικός.