ὀδυνήφατος: Difference between revisions

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything

Source
(13_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=odynifatos
|Transliteration C=odynifatos
|Beta Code=o)dunh/fatos
|Beta Code=o)dunh/fatos
|Definition=ον, (θείνω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">killing</b>, i. e. <b class="b2">stilling, pain</b>, ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων <span class="bibl">Il.5.401</span>,<span class="bibl">900</span>, cf. <span class="bibl">11.847</span>, <span class="bibl">Orph.<span class="title">L.</span>345</span>, <span class="bibl">753</span>.</span>
|Definition=ὀδυνήφατον, ([[θείνω]]) [[killing]], i.e. [[stilling]], [[pain]], ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων Il.5.401,900, cf. 11.847, Orph.''L.''345, 753.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0295.png Seite 295]] schmerztödtend, schmerzstillend; ἐπὶ δὲ ῥίζαν [[βάλε]] πικρὴν ὀδυνήφατον, Il. 11, 847; φάρμακα, 5, 401. 900; sp. D., [[ἄλκαρ]] ἀνίης ὀδ., Nonn. D. 11, 361.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0295.png Seite 295]] [[schmerztödtend]], [[schmerzstillend]]; ἐπὶ δὲ ῥίζαν [[βάλε]] πικρὴν ὀδυνήφατον, Il. 11, 847; φάρμακα, 5, 401. 900; sp. D., [[ἄλκαρ]] ἀνίης ὀδ., Nonn. D. 11, 361.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui supprime la douleur]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀδύνη]], [[πεφνεῖν]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀδῠνήφᾰτος:''' [[унимающий боль]], [[болеутоляющий]] ([[ῥίζα]], φάρμακα Hom.).
}}
{{ls
|lstext='''ὀδυνήφᾰτος''': -ον, ([[φένω]]) ὁ φονεύων, δηλ. καθησυχάζων, καταπραΰνων τὸν πόνον, ὀδυνήφατα φάρμακα [[πάσσων]] Ἰλ. Ε. 401, 900, πρβλ. Λ. 847.
}}
{{Autenrieth
|auten=([[φένω]])· [[pain]]-[[killing]], [[relieving]] [[pain]]. (Il.)
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀδυνήφατος]], -ον (Α)<br />αυτός που φονεύει την [[οδύνη]], που απαλλάσσει κάποιον από τον πόνο («ὀδυνήφατα φάρμακα [[πάσσων]] ἠκέσατο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀδύνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φατός]] <span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[σκοτώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δουρί</i>-<i>φατος</i>, <i>πυρί</i>-<i>φατος</i>. Το σύνθετο αυτό [[είναι]] το μοναδικό όπου το β' συνθετικό έχει ενεργητική σημ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀδῠνήφατος:''' -ον (πέφαται), γʹ ενικ. Παθ. παρακ. του *[[φένω]]),· [[παυσίπονος]], δηλ. αυτός που σκοτώνει, ηρεμεί τον πόνο, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀδῠνή-φᾰτος, ον, [πέφᾰται, 3rd sg. perf. [[pass]]. of *[[φένω]]<br />[[killing]], i. e. stilling, [[pain]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 11:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδῠνήφᾰτος Medium diacritics: ὀδυνήφατος Low diacritics: οδυνήφατος Capitals: ΟΔΥΝΗΦΑΤΟΣ
Transliteration A: odynḗphatos Transliteration B: odynēphatos Transliteration C: odynifatos Beta Code: o)dunh/fatos

English (LSJ)

ὀδυνήφατον, (θείνω) killing, i.e. stilling, pain, ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων Il.5.401,900, cf. 11.847, Orph.L.345, 753.

German (Pape)

[Seite 295] schmerztödtend, schmerzstillend; ἐπὶ δὲ ῥίζαν βάλε πικρὴν ὀδυνήφατον, Il. 11, 847; φάρμακα, 5, 401. 900; sp. D., ἄλκαρ ἀνίης ὀδ., Nonn. D. 11, 361.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui supprime la douleur.
Étymologie: ὀδύνη, πεφνεῖν.

Russian (Dvoretsky)

ὀδῠνήφᾰτος: унимающий боль, болеутоляющий (ῥίζα, φάρμακα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀδυνήφᾰτος: -ον, (φένω) ὁ φονεύων, δηλ. καθησυχάζων, καταπραΰνων τὸν πόνον, ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων Ἰλ. Ε. 401, 900, πρβλ. Λ. 847.

English (Autenrieth)

(φένω)· pain-killing, relieving pain. (Il.)

Greek Monolingual

ὀδυνήφατος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει την οδύνη, που απαλλάσσει κάποιον από τον πόνο («ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων ἠκέσατο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + -φατος (< φατός < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. δουρί-φατος, πυρί-φατος. Το σύνθετο αυτό είναι το μοναδικό όπου το β' συνθετικό έχει ενεργητική σημ.].

Greek Monotonic

ὀδῠνήφατος: -ον (πέφαται), γʹ ενικ. Παθ. παρακ. του *φένω),· παυσίπονος, δηλ. αυτός που σκοτώνει, ηρεμεί τον πόνο, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ὀδῠνή-φᾰτος, ον, [πέφᾰται, 3rd sg. perf. pass. of *φένω
killing, i. e. stilling, pain, Il.