ὑπενδύτης: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
(6_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypendytis
|Transliteration C=ypendytis
|Beta Code=u(pendu/ths
|Beta Code=u(pendu/ths
|Definition=[δῠ], ου, ὁ, = foreg., <span class="bibl">Str.15.3.19</span>.
|Definition=ὑπενδύτου, ὁ, = [[ὑπένδυμα]] ([[undergarment]]), Str. 15.3.19.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπενδύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, = [[ὑπένδυμα]], Στράβ. 734. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
|lstext='''ὑπενδύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, = [[ὑπένδυμα]], Στράβ. 734. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑπενδύτης]], ΝΑ [[ὑπενδύω]]<br />εσωτερικό [[ένδυμα]], εσώρρουχο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γιλέκο]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> η [[επιδερμίδα]] που καλύπτει τα σποριάγγεια τών πτερίδων και τὰ προφυλάσσει από τις καιρικές επιδράσεις.
}}
}}

Latest revision as of 09:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπενδύτης Medium diacritics: ὑπενδύτης Low diacritics: υπενδύτης Capitals: ΥΠΕΝΔΥΤΗΣ
Transliteration A: hypendýtēs Transliteration B: hypendytēs Transliteration C: ypendytis Beta Code: u(pendu/ths

English (LSJ)

ὑπενδύτου, ὁ, = ὑπένδυμα (undergarment), Str. 15.3.19.

German (Pape)

[Seite 1187] ὁ, = Vorigem, Strabo XV.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπενδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, = ὑπένδυμα, Στράβ. 734. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.

Greek Monolingual

ο / ὑπενδύτης, ΝΑ ὑπενδύω
εσωτερικό ένδυμα, εσώρρουχο
νεοελλ.
1. γιλέκο
2. βοτ. η επιδερμίδα που καλύπτει τα σποριάγγεια τών πτερίδων και τὰ προφυλάσσει από τις καιρικές επιδράσεις.