ἀκρότητος: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akrotitos
|Transliteration C=akrotitos
|Beta Code=a)kro/thtos
|Beta Code=a)kro/thtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not beaten down</b>, <span class="bibl">Hld.9.8</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">not struck together</b> or <b class="b2">in unison</b>, μέλη πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα <span class="title">Trag.Adesp.</span>93 = <span class="title">Com.Adesp.</span>1254, cf. Phot. s.v. [[οὐκ ἀποψάλακτος]].</span>
|Definition=ἀκρότητον,<br><span class="bld">A</span> [[not beaten down]], Hld.9.8.<br><span class="bld">II</span> [[not struck together]] or [[in unison]], μέλη πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα ''Trag.Adesp.''93 = ''Com.Adesp.''1254, cf. Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[οὐκ ἀποψάλακτος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> mús. [[no percutido al unísono]], de donde [[discordante]] κύμβαλα <i>Trag.Adesp</i>.93, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[no golpeado]], [[no batido]] γῆ Hld.9.8.2.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκρότητος''': -ον, ὁ μὴ κτυπηθεὶς ἢ πατηθεὶς [[καλῶς]], περὶ γῆς, Ἡλιόδ. 9.8, ἴδε σημ. Α. Κοραῆ, τόμ. Β΄, σ. 288. ΙΙ. μὴ κτυπηθεὶς συγχρόνως μετά τινος ἄλλου, [[ἀσύμφωνος]], [[μέλη]] πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα, Κωμ. Ἀνών. ἐν Meineke 4, σ. 606.
|lstext='''ἀκρότητος''': -ον, ὁ μὴ κτυπηθεὶς ἢ πατηθεὶς [[καλῶς]], περὶ γῆς, Ἡλιόδ. 9.8, ἴδε σημ. Α. Κοραῆ, τόμ. Β΄, σ. 288. ΙΙ. μὴ κτυπηθεὶς συγχρόνως μετά τινος ἄλλου, [[ἀσύμφωνος]], [[μέλη]] πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα, Κωμ. Ἀνών. ἐν Meineke 4, σ. 606.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκρότητος]] -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν αναδίδει ή δεν μπορεί να αναδώσει κρότο, ο [[αθόρυβος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη γη) αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν πατήθηκε καλά για να γίνει [[σκληρός]], ο [[μαλακός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αποδίδει αρμονικό ήχο όταν κρούεται, ο [[παράφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κροτητὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κροτῶ</i>].
}}
{{pape
|ptext=<i>nicht [[geschlagen]]</i>, γῆ Heliod. 9.8; κύμβαλα com. bei Ath. IV.164 f. <i>die nicht [[zusammen]] [[klingen]]</i>, vgl. Hesych. und <i>B.A</i>. 3.17.
}}
}}

Latest revision as of 10:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρότητος Medium diacritics: ἀκρότητος Low diacritics: ακρότητος Capitals: ΑΚΡΟΤΗΤΟΣ
Transliteration A: akrótētos Transliteration B: akrotētos Transliteration C: akrotitos Beta Code: a)kro/thtos

English (LSJ)

ἀκρότητον,
A not beaten down, Hld.9.8.
II not struck together or in unison, μέλη πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα Trag.Adesp.93 = Com.Adesp.1254, cf. Phot. s.v. οὐκ ἀποψάλακτος.

Spanish (DGE)

-ον
1 mús. no percutido al unísono, de donde discordante κύμβαλα Trag.Adesp.93, cf. Hsch.
2 no golpeado, no batido γῆ Hld.9.8.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρότητος: -ον, ὁ μὴ κτυπηθεὶς ἢ πατηθεὶς καλῶς, περὶ γῆς, Ἡλιόδ. 9.8, ἴδε σημ. Α. Κοραῆ, τόμ. Β΄, σ. 288. ΙΙ. μὴ κτυπηθεὶς συγχρόνως μετά τινος ἄλλου, ἀσύμφωνος, μέλη πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα, Κωμ. Ἀνών. ἐν Meineke 4, σ. 606.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκρότητος -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν αναδίδει ή δεν μπορεί να αναδώσει κρότο, ο αθόρυβος
αρχ.
1. (για τη γη) αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν πατήθηκε καλά για να γίνει σκληρός, ο μαλακός
2. αυτός που δεν αποδίδει αρμονικό ήχο όταν κρούεται, ο παράφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κροτητὸς < κροτῶ].

German (Pape)

nicht geschlagen, γῆ Heliod. 9.8; κύμβαλα com. bei Ath. IV.164 f. die nicht zusammen klingen, vgl. Hesych. und B.A. 3.17.