ἀκτινοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aktinoforos
|Transliteration C=aktinoforos
|Beta Code=a)ktinofo/ros
|Beta Code=a)ktinofo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bearing rays</b>, Gloss.:—as Subst., <b class="b2">rayed shellfish</b>, <span class="bibl">Xenocr.85</span>.</span>
|Definition=ἀκτινοφόρον, [[bearing rays]], ''Glossaria'':—as [[substantive]], [[rayed shellfish]], Xenocr.85.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que tiene rayos]], <i>Gloss</i>.2.168.<br /><b class="num">2</b> subst., ict. cierto [[molusco]] tal vez [[Murex tenuispinus]] o [[Aporhais pespelecani (L.)]] Xenocr.23, Plin.<i>HN</i> 32.147.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκτῑνοφόρος''': -ον, φέρων ἀκτῖνας: - ὡς οὐσιαστ., [[εἶδος]] ὀστρακοδέρμου (κοχλίου) ἀκτινωτοῦ, [[ὅπερ]] καὶ [[πενταδάκτυλος]] καὶ [[ἕλιξ]] ὀνομάζεται, Λατ. pecten, Ξενοκρ. Ἐνυδρ. σ. 11. ἔκδ. Κοραῆ, οὗ εἶδε καὶ τάς σημ. σ. 135.
|lstext='''ἀκτῑνοφόρος''': -ον, φέρων ἀκτῖνας: - ὡς οὐσιαστ., [[εἶδος]] ὀστρακοδέρμου (κοχλίου) ἀκτινωτοῦ, [[ὅπερ]] καὶ [[πενταδάκτυλος]] καὶ [[ἕλιξ]] ὀνομάζεται, Λατ. pecten, Ξενοκρ. Ἐνυδρ. σ. 11. ἔκδ. Κοραῆ, οὗ εἶδε καὶ τάς σημ. σ. 135.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἀκτινοφόρος]])<br />αυτός που έχει ακτίνες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἀκτινοφόρος]]<br />[[είδος]] κοχυλιού ακτινωτού ([[αλλιώς]] [[έλικας]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακτίς]] -<i>ίνος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]].
}}
}}

Latest revision as of 11:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκτῑνοφόρος Medium diacritics: ἀκτινοφόρος Low diacritics: ακτινοφόρος Capitals: ΑΚΤΙΝΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: aktinophóros Transliteration B: aktinophoros Transliteration C: aktinoforos Beta Code: a)ktinofo/ros

English (LSJ)

ἀκτινοφόρον, bearing rays, Glossaria:—as substantive, rayed shellfish, Xenocr.85.

Spanish (DGE)

-ον
1 que tiene rayos, Gloss.2.168.
2 subst., ict. cierto molusco tal vez Murex tenuispinus o Aporhais pespelecani (L.) Xenocr.23, Plin.HN 32.147.

German (Pape)

[Seite 86] ὁ, eigtl. Strahlen bringend, eine Art Löffel, Xenocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκτῑνοφόρος: -ον, φέρων ἀκτῖνας: - ὡς οὐσιαστ., εἶδος ὀστρακοδέρμου (κοχλίου) ἀκτινωτοῦ, ὅπερ καὶ πενταδάκτυλος καὶ ἕλιξ ὀνομάζεται, Λατ. pecten, Ξενοκρ. Ἐνυδρ. σ. 11. ἔκδ. Κοραῆ, οὗ εἶδε καὶ τάς σημ. σ. 135.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀκτινοφόρος)
αυτός που έχει ακτίνες
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.ἀκτινοφόρος
είδος κοχυλιού ακτινωτού (αλλιώς έλικας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίς -ίνος + -φορος < φέρω.