αὐλήτρια: Difference between revisions
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(6_9) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=avlitria | |Transliteration C=avlitria | ||
|Beta Code=au)lh/tria | |Beta Code=au)lh/tria | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, = [[αὐλητρίς]], D.L.7.62. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ [[mujer flautista]] D.L.7.62, Arc.95.15. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[αυλητής]], ο (θηλ. [[αυλητρίδα]], η) (Α [[αὐλητής]] και [[αὐλητήρ]], θηλ. [[αὐλήτρια]] και [[αὐλητρίς]], [-ίδος], η) [[αυλός]]<br /><b>1.</b> αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό<br /><b>2.</b> «αὐλητὴς ὑπονόμων» — [[υγειονομικός]] [[μηχανικός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐλήτρια''': ἡ, [[αὐλητρίς]], Διογ. Λ. 7. 62. | |lstext='''αὐλήτρια''': ἡ, [[αὐλητρίς]], Διογ. Λ. 7. 62. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐλήτρια:''' ἡ Diog. L. = [[αὐλητρίς]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>die [[Flötenbläserin]]</i>, Diog.L. 7.62. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:07, 1 March 2024
English (LSJ)
ἡ, = αὐλητρίς, D.L.7.62.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ mujer flautista D.L.7.62, Arc.95.15.
Greek Monolingual
αυλητής, ο (θηλ. αυλητρίδα, η) (Α αὐλητής και αὐλητήρ, θηλ. αὐλήτρια και αὐλητρίς, [-ίδος], η) αυλός
1. αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό
2. «αὐλητὴς ὑπονόμων» — υγειονομικός μηχανικός.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλήτρια: ἡ, αὐλητρίς, Διογ. Λ. 7. 62.
Russian (Dvoretsky)
αὐλήτρια: ἡ Diog. L. = αὐλητρίς.
German (Pape)
ἡ, die Flötenbläserin, Diog.L. 7.62.