ὑάγχη: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
mNo edit summary |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yagchi | |Transliteration C=yagchi | ||
|Beta Code=u(a/gxh | |Beta Code=u(a/gxh | ||
|Definition=[ῠ], ἡ, (ὗς, ἄγχω) | |Definition=[ῠ], ἡ, ([[ὗς]], [[ἄγχω]]) [[angina with external swellings like those in scrofula]], Cael.Aur.''CP''3.1: v. [[κυνάγχη]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑάγχη''': ἡ, (ὗς [[ἄγχω]]) [[νόσος]] τοῦ λαιμοῦ τῶν χοίρων, angina· [[καθόλου]] δέ, δεινὸς λαιμόπονος ἢ κατάρρους τοῦ λαιμοῦ, [[συνάγχη]], πρβλ. Plin. N. H. 8. 51 καὶ ἴδε κυνάγχη. | |lstext='''ὑάγχη''': ἡ, (ὗς [[ἄγχω]]) [[νόσος]] τοῦ λαιμοῦ τῶν χοίρων, angina· [[καθόλου]] δέ, δεινὸς λαιμόπονος ἢ κατάρρους τοῦ λαιμοῦ, [[συνάγχη]], πρβλ. Plin. N. H. 8. 51 καὶ ἴδε κυνάγχη. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[ὑάγχη]], ΝΑ<br />[[νόσος]] του λαιμού τών χοίρων και, ειδικότερα, [[φλεγμονή]] του βλεννογόνου του οπίσθιου τμήματος του στόματος και του λάρυγγα<br /><b>αρχ.</b><br />(γενικά) [[οξύς]] [[πόνος]] του λαιμού, [[κυνάγχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὗς</i> «[[χοίρος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>άγχη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγχω]]), [[πρβλ]]. [[κυνάγχη]], [[χοιράγχη]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 05:34, 20 May 2024
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, (ὗς, ἄγχω) angina with external swellings like those in scrofula, Cael.Aur.CP3.1: v. κυνάγχη.
German (Pape)
[Seite 1167] ἡ, die Bräune bei Schweinen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑάγχη: ἡ, (ὗς ἄγχω) νόσος τοῦ λαιμοῦ τῶν χοίρων, angina· καθόλου δέ, δεινὸς λαιμόπονος ἢ κατάρρους τοῦ λαιμοῦ, συνάγχη, πρβλ. Plin. N. H. 8. 51 καὶ ἴδε κυνάγχη.
Greek Monolingual
η / ὑάγχη, ΝΑ
νόσος του λαιμού τών χοίρων και, ειδικότερα, φλεγμονή του βλεννογόνου του οπίσθιου τμήματος του στόματος και του λάρυγγα
αρχ.
(γενικά) οξύς πόνος του λαιμού, κυνάγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς «χοίρος» + -άγχη (< ἄγχω), πρβλ. κυνάγχη, χοιράγχη].