Πήλιον: Difference between revisions

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
(6_6)
m (Text replacement - "Euripides|E.]], ''Med" to "Euripides|E.''[[Medea|Med")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=Pēlion
|Transliteration B=Pēlion
|Transliteration C=Pilion
|Transliteration C=Pilion
|Beta Code=*ph/lion
|Beta Code=*ph/lion
|Definition=Dor. Πάλιον [<b class="b3">ᾱ], τό</b>, <span class="title">Pelion</span>, a mountain in Thessaly, <span class="bibl">Il.2.757</span>, etc.:—Adj. Πηλιάς (q. v.); Πηλιῶτις, ιδος <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">on</b> or <b class="b2">at the foot of Pelion</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>484</span>; Πηλιωτικός, ή, όν, <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>154</span>; Πηλιακός, ή, όν, <span class="title">APl.</span>4.110.</span>
|Definition=Dor. [[Πάλιον]] [ᾱ], τό, ''Pelion'', a mountain in Thessaly, Il.2.757, etc.:—Adj. Πηλιάς ([[quod vide|q.v.]]); Πηλιῶτις, ιδος [[on]] or [[at the foot of Pelion]], [[Euripides|E.]]''[[Medea|Med.]]'' 484; Πηλιωτικός, ή, όν, [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''154; Πηλιακός, ή, όν, ''APl.''4.110.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />le Pélion, <i>mont. de Thessalie</i>.<br />'''Étymologie:''' Babiniotis topon. préhell.
}}
{{elru
|elrutext='''Πήλιον:''' дор. [[Πάλιον]] (ᾱ) τό Пелий или Пелион (гора на п-ове Магнесия в Фессалии) Hom., Hes., Her., Eur.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Πήλιον''': Δωρ. [[Πάλιον]], τό, [[ὄρος]] ἐν Θεσσαλίᾳ, Ὅμ., Ἡσ., Πίνδ., κλ.· [[ὡσαύτως]], [[πόλις]] ἐν Θεσσαλίᾳ, Ἰλ. ― Ἐπίθ. Πηλιὰς (ἴδε ἐν λ.) Πηλιῶτις, ιδος, τὴν Πηλιῶτιν εἰς Ἰωλκὸν ἱκόμην, εἰς τὴν παρὰ τὴν ὑπώρειαν τοῦ Πηλίου Ἰωλκόν, Εὐρ. Μήδ. 484: Πηλιωτικός, ή, όν, Σοφ. Ἀποσπ. 166· Πηλιακός, ή, όν, Ἀνθ. Πλαν. 110.
|lstext='''Πήλιον''': Δωρ. [[Πάλιον]], τό, [[ὄρος]] ἐν Θεσσαλίᾳ, Ὅμ., Ἡσ., Πίνδ., κλ.· [[ὡσαύτως]], [[πόλις]] ἐν Θεσσαλίᾳ, Ἰλ. ― Ἐπίθ. Πηλιὰς (ἴδε ἐν λ.) Πηλιῶτις, ιδος, τὴν Πηλιῶτιν εἰς Ἰωλκὸν ἱκόμην, εἰς τὴν παρὰ τὴν ὑπώρειαν τοῦ Πηλίου Ἰωλκόν, Εὐρ. Μήδ. 484: Πηλιωτικός, ή, όν, Σοφ. Ἀποσπ. 166· Πηλιακός, ή, όν, Ἀνθ. Πλαν. 110.
}}
{{Autenrieth
|auten=[[Pelion]], a [[mountain]] in [[Thessaly]], Il. 2.757, Il. 16.144, Od. 11.316.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Πήλιον:''' Δωρ. [[Πάλιον]], τό, το Πήλιο, [[βουνό]] στη [[Θεσσαλία]], σε Όμηρ., Ησίοδ., Πίνδ. κ.λπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Πήλιον]], δοριξ [[Πάλιον]], ου, τό,<br />[[Pelion]], a [[mountain]] in [[Thessaly]], Hom., Hes., Pind., etc.
}}
}}

Latest revision as of 10:47, 20 December 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πήλιον Medium diacritics: Πήλιον Low diacritics: Πήλιον Capitals: ΠΗΛΙΟΝ
Transliteration A: Pḗlion Transliteration B: Pēlion Transliteration C: Pilion Beta Code: *ph/lion

English (LSJ)

Dor. Πάλιον [ᾱ], τό, Pelion, a mountain in Thessaly, Il.2.757, etc.:—Adj. Πηλιάς (q.v.); Πηλιῶτις, ιδος on or at the foot of Pelion, E.Med. 484; Πηλιωτικός, ή, όν, S.Fr.154; Πηλιακός, ή, όν, APl.4.110.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
le Pélion, mont. de Thessalie.
Étymologie: Babiniotis topon. préhell.

Russian (Dvoretsky)

Πήλιον: дор. Πάλιον (ᾱ) τό Пелий или Пелион (гора на п-ове Магнесия в Фессалии) Hom., Hes., Her., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

Πήλιον: Δωρ. Πάλιον, τό, ὄρος ἐν Θεσσαλίᾳ, Ὅμ., Ἡσ., Πίνδ., κλ.· ὡσαύτως, πόλις ἐν Θεσσαλίᾳ, Ἰλ. ― Ἐπίθ. Πηλιὰς (ἴδε ἐν λ.) Πηλιῶτις, ιδος, τὴν Πηλιῶτιν εἰς Ἰωλκὸν ἱκόμην, εἰς τὴν παρὰ τὴν ὑπώρειαν τοῦ Πηλίου Ἰωλκόν, Εὐρ. Μήδ. 484: Πηλιωτικός, ή, όν, Σοφ. Ἀποσπ. 166· Πηλιακός, ή, όν, Ἀνθ. Πλαν. 110.

English (Autenrieth)

Pelion, a mountain in Thessaly, Il. 2.757, Il. 16.144, Od. 11.316.

Greek Monotonic

Πήλιον: Δωρ. Πάλιον, τό, το Πήλιο, βουνό στη Θεσσαλία, σε Όμηρ., Ησίοδ., Πίνδ. κ.λπ.

Middle Liddell

Πήλιον, δοριξ Πάλιον, ου, τό,
Pelion, a mountain in Thessaly, Hom., Hes., Pind., etc.