ἰξευτικός: Difference between revisions

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ikseftikos
|Transliteration C=ikseftikos
|Beta Code=i)ceutiko/s
|Beta Code=i)ceutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of an</b> <b class="b3">ἰξευτής</b>, <span class="bibl">Artem.2.19</span>; <b class="b3">τὰ Ἰ</b>., title of lost poem by Opp.: <b class="b3">-κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>) <span class="bibl">Poll.7.139</span>.</span>
|Definition=ἰξευτική, ἰξευτικόν, [[of an]] [[ἰξευτής]], Artem.2.19; <b class="b3">τὰ Ἰ.</b>, title of lost poem by Opp.: ἡ [[ἰξευτική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) Poll.7.139.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰξευτικός''': -ή, -όν, = [[ἰξευτήριος]], Ἀρτεμίδ. 2. 19· - τὰ ἰξευτικά, ποίημά τι τοῦ Ὀππιανοῦ: ἰξευτικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]) [[Πολυδ]]. Ζ΄, 139.
|lstext='''ἰξευτικός''': -ή, -όν, = [[ἰξευτήριος]], Ἀρτεμίδ. 2. 19· - τὰ ἰξευτικά, ποίημά τι τοῦ Ὀππιανοῦ: ἰξευτικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]) Πολυδ. Ζ΄, 139.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ιξευτικός]], -ή, -όν) [[ιξευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον ιξευτή<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ιξευτική</i><br />η [[τέχνη]] να πιάνει [[κάποιος]] πουλιά με ιξόβεργες<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ Ἰξευτικα</i><br />[[τίτλος]] ποιήματος του Οππιανού.
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξευτικός Medium diacritics: ἰξευτικός Low diacritics: ιξευτικός Capitals: ΙΞΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ixeutikós Transliteration B: ixeutikos Transliteration C: ikseftikos Beta Code: i)ceutiko/s

English (LSJ)

ἰξευτική, ἰξευτικόν, of an ἰξευτής, Artem.2.19; τὰ Ἰ., title of lost poem by Opp.: ἡ ἰξευτική (sc. τέχνη) Poll.7.139.

German (Pape)

[Seite 1255] dasselbe; κάλαμοι, Leimruthen, Artemid. 2, 19; ἡ ἰξευτική, die Kunst des Vogelsangs, Poll. 7, 139; τὰ ἰξ., Buch des Oppian. darüber.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξευτικός: -ή, -όν, = ἰξευτήριος, Ἀρτεμίδ. 2. 19· - τὰ ἰξευτικά, ποίημά τι τοῦ Ὀππιανοῦ: ἰξευτικὴ (ἐξυπ. τέχνη) Πολυδ. Ζ΄, 139.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ιξευτικός, -ή, -όν) ιξευτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον ιξευτή
2. το θηλ. ως ουσ. η ιξευτική
η τέχνη να πιάνει κάποιος πουλιά με ιξόβεργες
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Ἰξευτικα
τίτλος ποιήματος του Οππιανού.