λιβανίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source
(6_1)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=livanizo
|Transliteration C=livanizo
|Beta Code=libani/zw
|Beta Code=libani/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">smell like frankincense</b>, Dsc.1.71, Gal.13.475.</span>
|Definition=[[smell like frankincense]], Dsc.1.71, Gal.13.475.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐβᾰνίζω''': (λιβανὸς) ἔχω ὀσμὴν λιβανωτοῦ, Διοσκ. 1. 92, σ. 96, ἔκδ. Kühn.
|lstext='''λῐβᾰνίζω''': (λιβανὸς) ἔχω ὀσμὴν λιβανωτοῦ, Διοσκ. 1. 92, σ. 96, ἔκδ. Kühn.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[λιβανίζω]]) [[λίβανος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καίω]] [[λιβάνι]], [[θυμιατίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κολακεύω]] δουλικά κάποιον, [[εγκωμιάζω]] κάποιον ταπεινά<br /><b>3.</b> [[επαναλαμβάνω]] [[συνεχώς]] τα [[ίδια]] ενοχλώντας κάποιον<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[λιβανίζω]] [[κάτι]] για πολύ καιρό» — [[καθυστερώ]] πολύ να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />έχω [[οσμή]] λιβανιού.
}}
}}

Latest revision as of 03:05, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐβᾰνίζω Medium diacritics: λιβανίζω Low diacritics: λιβανίζω Capitals: ΛΙΒΑΝΙΖΩ
Transliteration A: libanízō Transliteration B: libanizō Transliteration C: livanizo Beta Code: libani/zw

English (LSJ)

smell like frankincense, Dsc.1.71, Gal.13.475.

German (Pape)

[Seite 42] wie Weihrauch riechen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

λῐβᾰνίζω: (λιβανὸς) ἔχω ὀσμὴν λιβανωτοῦ, Διοσκ. 1. 92, σ. 96, ἔκδ. Kühn.

Greek Monolingual

λιβανίζω) λίβανος
νεοελλ.
1. καίω λιβάνι, θυμιατίζω
2. μτφ. κολακεύω δουλικά κάποιον, εγκωμιάζω κάποιον ταπεινά
3. επαναλαμβάνω συνεχώς τα ίδια ενοχλώντας κάποιον
4. φρ. «λιβανίζω κάτι για πολύ καιρό» — καθυστερώ πολύ να κάνω κάτι
αρχ.
έχω οσμή λιβανιού.