ἀτάομαι: Difference between revisions
(6_3) |
|||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ataomai | |Transliteration C=ataomai | ||
|Beta Code=a)ta/omai | |Beta Code=a)ta/omai | ||
|Definition=[ᾱτ], Pass., (ἄτη) < | |Definition=[ᾱτ], Pass., ([[ἄτη]])<br><span class="bld">A</span> [[suffer]], [[be in distress]], in Trag. always in pres. part. ἀτώμενος [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''384, ''Ant.''17,314, [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''182, exc. ἀτώμεσθα [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''269; [[ἀτασθῶσιν]] is dub. in Hes.''Cat.Oxy.''1358''Fr.''2.13.<br><span class="bld">II</span> as law-term, [[αἴ τις ἀταθείη]] = [[the injured party]], Leg.Gort.4.29; but ὁ [[ἀταμένος]] the [[loser]] in a suit, ib.10.21; ἀϝατᾶται [[suffers a penalty]], IG 5(1).1155 (Gythium):—Act., [[ἀτάω]], aor. subj. 3sg. [[ἀτάσῃ]] dub. in ''Leg.Gort.''6.23,43. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> act. [[ἀτάω]] Hsch.<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾱ-]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [pres. [[ἀϝατᾶται]] <i>IG</i> 5(1).1155 (Gition V a.C.)]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>gener. [[sufrir desgracia]], [[estar perdido]] ἡμεῖς ἄρ' οὐ νοσοῦντες ἀτώμεσθα S.<i>Ai</i>.269, ἐκ τῶν γὰρ αἰσχρῶν λημμάτων ... ἀτωμένους S.<i>Ant</i>.314, οὔτ' εὐτυχοῦσα μᾶλλον οὔτ' ἀτωμένη S.<i>Ant</i>.17, cf. <i>Ai</i>.384, E.<i>Supp</i>.182, Man.5.97.<br /><b class="num">2</b> jur. [[ser penalizado]], [[resultar perjudicado]] en una herencia αἰ δέ τις ἀταθείɛ̄, ἀποδάτταθθαι τōι ἀταμένοι ἆι [[ἔγρατται]] <i>ICr</i>.4.72.4.29, 30 (V a.C.), cf. 4.72.10.21, αἰ δέ κα ἀποστρυθε͂ται, [[ἀϝατᾶται]] <i>IG</i> [[l.c.]]<br /><b class="num">II</b> act. ἤτᾳς· ἠλγύνας Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0383.png Seite 383]] praes. pass., Schaden leiden, unglücklich sein, Soph. Ai. 622; Eur. Suppl. 194; | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0383.png Seite 383]] praes. pass., Schaden leiden, unglücklich sein, Soph. Ai. 622; Eur. Suppl. 194; <span class="ggns">Gegensatz</span> σεσωσμένος Soph. Ant. 314. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br /><i>seul. Pass.</i><br />être dans l'affliction <i>ou</i> le malheur.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτη]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀτάομαι:''' (ᾱτ) [[быть несчастным]], [[страдать]], [[мучиться]] Soph., Eur. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτάομαι''': [ᾱτ], παθ. (ἄτη) [[μεγάλως]] [[ὑποφέρω]], εὑρίσκομαι ἐν [[μεγάλη]] [[στενοχωρία]], ἀείποτε κατὰ μετοχ. ἐνεστῶτος, ἀτώμενος Σοφ. Αἴ. 384. Ἀντ. 17, 314, Εὐρ. Ἱκ. 182· [[ἡμεῖς]] ἄρ’ οὐ νοσοῦντες ἀτώμεσθα νῦν, ἀφοῦ λοιπὸν παρῆλθε τὸ κακὸν, πάσχομεν [[ἡμεῖς]] τώρα, Σοφ. Αἴ. 269, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ. Ἐν τῇ Ἐπιγρ. Γόρτυν. Κρήτης (IV29) προφανῶς ἡ [[λέξις]] σημαίνει, [[ἀποτίνω]] ζημίαν, τιμήματι [[περιπίπτω]], νικῶμαι (ἐν δικαστηρίῳ), αἱ δὲ τις ἀταθείη, ἀποδάτταθθαι τῶι ἀταμένωι, αἷ ἔγρατται. Ἐν Χ21 τὸ ἀταμένος [[εἶναι]] παράλληλον τῷ νενικαμένος. Ἴδε Κομπαρέττην σ. 183· Ins. Jurid. Gr., σ. 436· Roberts σ. 334. | |lstext='''ἀτάομαι''': [ᾱτ], παθ. (ἄτη) [[μεγάλως]] [[ὑποφέρω]], εὑρίσκομαι ἐν [[μεγάλη]] [[στενοχωρία]], ἀείποτε κατὰ μετοχ. ἐνεστῶτος, ἀτώμενος Σοφ. Αἴ. 384. Ἀντ. 17, 314, Εὐρ. Ἱκ. 182· [[ἡμεῖς]] ἄρ’ οὐ νοσοῦντες ἀτώμεσθα νῦν, ἀφοῦ λοιπὸν παρῆλθε τὸ κακὸν, πάσχομεν [[ἡμεῖς]] τώρα, Σοφ. Αἴ. 269, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ. Ἐν τῇ Ἐπιγρ. Γόρτυν. Κρήτης (IV29) προφανῶς ἡ [[λέξις]] σημαίνει, [[ἀποτίνω]] ζημίαν, τιμήματι [[περιπίπτω]], νικῶμαι (ἐν δικαστηρίῳ), αἱ δὲ τις ἀταθείη, ἀποδάτταθθαι τῶι ἀταμένωι, αἷ ἔγρατται. Ἐν Χ21 τὸ ἀταμένος [[εἶναι]] παράλληλον τῷ νενικαμένος. Ἴδε Κομπαρέττην σ. 183· Ins. Jurid. Gr., σ. 436· Roberts σ. 334. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀτάομαι:''' [ᾱ], Παθ. ([[ἄτη]]), [[υποφέρω]] φοβερά, βρίσκομαι σε [[μεγάλη]] στενοχώρια, <i>ἀτώμενος</i>, σε Σοφ., Ευρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[ἄτη]<br />to [[suffer]] [[greatly]], be in [[dire]] [[distress]], ἀτώμενος Soph., Eur. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:29, 15 November 2024
English (LSJ)
[ᾱτ], Pass., (ἄτη)
A suffer, be in distress, in Trag. always in pres. part. ἀτώμενος S.Aj.384, Ant.17,314, E.Supp.182, exc. ἀτώμεσθα S.Aj.269; ἀτασθῶσιν is dub. in Hes.Cat.Oxy.1358Fr.2.13.
II as law-term, αἴ τις ἀταθείη = the injured party, Leg.Gort.4.29; but ὁ ἀταμένος the loser in a suit, ib.10.21; ἀϝατᾶται suffers a penalty, IG 5(1).1155 (Gythium):—Act., ἀτάω, aor. subj. 3sg. ἀτάσῃ dub. in Leg.Gort.6.23,43.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): act. ἀτάω Hsch.
• Prosodia: [ᾱ-]
• Morfología: [pres. ἀϝατᾶται IG 5(1).1155 (Gition V a.C.)]
I 1gener. sufrir desgracia, estar perdido ἡμεῖς ἄρ' οὐ νοσοῦντες ἀτώμεσθα S.Ai.269, ἐκ τῶν γὰρ αἰσχρῶν λημμάτων ... ἀτωμένους S.Ant.314, οὔτ' εὐτυχοῦσα μᾶλλον οὔτ' ἀτωμένη S.Ant.17, cf. Ai.384, E.Supp.182, Man.5.97.
2 jur. ser penalizado, resultar perjudicado en una herencia αἰ δέ τις ἀταθείɛ̄, ἀποδάτταθθαι τōι ἀταμένοι ἆι ἔγρατται ICr.4.72.4.29, 30 (V a.C.), cf. 4.72.10.21, αἰ δέ κα ἀποστρυθε͂ται, ἀϝατᾶται IG l.c.
II act. ἤτᾳς· ἠλγύνας Hsch.
German (Pape)
[Seite 383] praes. pass., Schaden leiden, unglücklich sein, Soph. Ai. 622; Eur. Suppl. 194; Gegensatz σεσωσμένος Soph. Ant. 314.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
seul. Pass.
être dans l'affliction ou le malheur.
Étymologie: ἄτη.
Russian (Dvoretsky)
ἀτάομαι: (ᾱτ) быть несчастным, страдать, мучиться Soph., Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτάομαι: [ᾱτ], παθ. (ἄτη) μεγάλως ὑποφέρω, εὑρίσκομαι ἐν μεγάλη στενοχωρία, ἀείποτε κατὰ μετοχ. ἐνεστῶτος, ἀτώμενος Σοφ. Αἴ. 384. Ἀντ. 17, 314, Εὐρ. Ἱκ. 182· ἡμεῖς ἄρ’ οὐ νοσοῦντες ἀτώμεσθα νῦν, ἀφοῦ λοιπὸν παρῆλθε τὸ κακὸν, πάσχομεν ἡμεῖς τώρα, Σοφ. Αἴ. 269, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ. Ἐν τῇ Ἐπιγρ. Γόρτυν. Κρήτης (IV29) προφανῶς ἡ λέξις σημαίνει, ἀποτίνω ζημίαν, τιμήματι περιπίπτω, νικῶμαι (ἐν δικαστηρίῳ), αἱ δὲ τις ἀταθείη, ἀποδάτταθθαι τῶι ἀταμένωι, αἷ ἔγρατται. Ἐν Χ21 τὸ ἀταμένος εἶναι παράλληλον τῷ νενικαμένος. Ἴδε Κομπαρέττην σ. 183· Ins. Jurid. Gr., σ. 436· Roberts σ. 334.
Greek Monotonic
ἀτάομαι: [ᾱ], Παθ. (ἄτη), υποφέρω φοβερά, βρίσκομαι σε μεγάλη στενοχώρια, ἀτώμενος, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
[ἄτη]
to suffer greatly, be in dire distress, ἀτώμενος Soph., Eur.