ὀρνεοσκόπος: Difference between revisions
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
(6_16) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orneoskopos | |Transliteration C=orneoskopos | ||
|Beta Code=o)rneosko/pos | |Beta Code=o)rneosko/pos | ||
|Definition= | |Definition=ὀρνεοσκόπον, = [[ὀρνιθοσκόπος]], Vett.Val.4.14, Sch.D Il.1.69, prob. l. in Paus.Dam. p.157 D. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρνεοσκόπος''': -ον, = [[ὀρνιθοσκόπος]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 69. | |lstext='''ὀρνεοσκόπος''': -ον, = [[ὀρνιθοσκόπος]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 69. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀρνεοσκόπος]], Μ και [[ὀρνοσκόπος]])<br />αυτός που μαντεύει το [[μέλλον]] από την [[παρατήρηση]] του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρνεον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σκοπῶ</i>), [[πρβλ]]. [[ορνιθοσκόπος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:30, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀρνεοσκόπον, = ὀρνιθοσκόπος, Vett.Val.4.14, Sch.D Il.1.69, prob. l. in Paus.Dam. p.157 D.
German (Pape)
[Seite 382] = ὀρνιθοσκόπος, Schol. Il. 1, 69; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνεοσκόπος: -ον, = ὀρνιθοσκόπος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 69.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὀρνεοσκόπος, Μ και ὀρνοσκόπος)
αυτός που μαντεύει το μέλλον από την παρατήρηση του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + -σκοπος (< σκοπῶ), πρβλ. ορνιθοσκόπος].