ὀρνεοσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orneoskopos
|Transliteration C=orneoskopos
|Beta Code=o)rneosko/pos
|Beta Code=o)rneosko/pos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ὀρνιθοσκόπος]], <span class="bibl">Vett.Val.4.14</span>, Sch.D <span class="bibl">Il.1.69</span>, prob. l. in <span class="bibl">Paus.Dam. p.157</span> D.</span>
|Definition=ὀρνεοσκόπον, = [[ὀρνιθοσκόπος]], Vett.Val.4.14, Sch.D Il.1.69, prob. l. in Paus.Dam. p.157 D.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρνεοσκόπος''': -ον, = [[ὀρνιθοσκόπος]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 69.
|lstext='''ὀρνεοσκόπος''': -ον, = [[ὀρνιθοσκόπος]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 69.
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀρνεοσκόπος]], Μ και [[ὀρνοσκόπος]])<br />αυτός που μαντεύει το [[μέλλον]] από την [[παρατήρηση]] του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρνεον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σκοπῶ</i>), [[πρβλ]]. [[ορνιθοσκόπος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνεοσκόπος Medium diacritics: ὀρνεοσκόπος Low diacritics: ορνεοσκόπος Capitals: ΟΡΝΕΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: orneoskópos Transliteration B: orneoskopos Transliteration C: orneoskopos Beta Code: o)rneosko/pos

English (LSJ)

ὀρνεοσκόπον, = ὀρνιθοσκόπος, Vett.Val.4.14, Sch.D Il.1.69, prob. l. in Paus.Dam. p.157 D.

German (Pape)

[Seite 382] = ὀρνιθοσκόπος, Schol. Il. 1, 69; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνεοσκόπος: -ον, = ὀρνιθοσκόπος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 69.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὀρνεοσκόπος, Μ και ὀρνοσκόπος)
αυτός που μαντεύει το μέλλον από την παρατήρηση του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + -σκοπος (< σκοπῶ), πρβλ. ορνιθοσκόπος].