ματαιοβουλία: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
(6_10)
 
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ματαιοβουλία''': ἡ, ματαία, μωρὰ [[βουλή]], ἡμαρτημ. γραφὴ παρὰ Σιμωνίδ. *37 [50] ἀντὶ [[μεταιβολία]], ἴδε τὴν λέξιν.
|lstext='''ματαιοβουλία''': ἡ, ματαία, μωρὰ [[βουλή]], ἡμαρτημ. γραφὴ παρὰ Σιμωνίδ. *37 [50] ἀντὶ [[μεταιβολία]], ἴδε τὴν λέξιν.
}}
{{grml
|mltxt=[[ματαιοβουλία]] ἡ (Α) [[ματαιόβουλος]]<br />η μάταιη, η ανόητη [[σκέψη]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[törichter]] Rat, [[Entschluß]]</i>, Simonids. bei Dion.Hal. <i>C.V</i>. extr., [[varia lectio|v.l.]] [[μεταβουλία]].
}}
}}

Latest revision as of 17:08, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

ματαιοβουλία: ἡ, ματαία, μωρὰ βουλή, ἡμαρτημ. γραφὴ παρὰ Σιμωνίδ. *37 [50] ἀντὶ μεταιβολία, ἴδε τὴν λέξιν.

Greek Monolingual

ματαιοβουλία ἡ (Α) ματαιόβουλος
η μάταιη, η ανόητη σκέψη.

German (Pape)

ἡ, törichter Rat, Entschluß, Simonids. bei Dion.Hal. C.V. extr., v.l. μεταβουλία.