λινοϋφής: Difference between revisions
From LSJ
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
(6_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=linoyfis | |Transliteration C=linoyfis | ||
|Beta Code=linou+fh/s | |Beta Code=linou+fh/s | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῠ], ές, [[weaving linen]], EM558.49:—also [[λινόϋφος|λῐνόϋφος]], ον, ''AB''302, ''PGiss.''40 ii 27 (iii A. D.), ''Cat.Cod.Astr.''8(4).216, etc.; cf. [[λίνυφος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐνοϋφής''': [ῠ], ές, Ἐτυμολ. Μέγ. 558. 49· λῐνόϋφος, ον, Α. Β. 302, ὑφαίνων λινᾶ ὑφάσματα. Ἐν τοῖς Γλωσσ. καὶ [[οὗτος]] ὁ [[τύπος]] καὶ ὁ [[τύπος]] λίνυφος ἀπαντᾷ. ‒ Πρβλ. Δουκάγγ. | |lstext='''λῐνοϋφής''': [ῠ], ές, Ἐτυμολ. Μέγ. 558. 49· λῐνόϋφος, ον, Α. Β. 302, ὑφαίνων λινᾶ ὑφάσματα. Ἐν τοῖς Γλωσσ. καὶ [[οὗτος]] ὁ [[τύπος]] καὶ ὁ [[τύπος]] λίνυφος ἀπαντᾷ. ‒ Πρβλ. Δουκάγγ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λινοϋφής]], -ές και [[λινόϋφος]], -ον (Α)<br />υφασμένος με ίνες λιναριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>υφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὕφος]]), [[πρβλ]]. [[ευυφής]], [[παρυφής]]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>aus [[Flachs]] [[gewebt]], EM</i>. 558.49. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῠ], ές, weaving linen, EM558.49:—also λῐνόϋφος, ον, AB302, PGiss.40 ii 27 (iii A. D.), Cat.Cod.Astr.8(4).216, etc.; cf. λίνυφος.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνοϋφής: [ῠ], ές, Ἐτυμολ. Μέγ. 558. 49· λῐνόϋφος, ον, Α. Β. 302, ὑφαίνων λινᾶ ὑφάσματα. Ἐν τοῖς Γλωσσ. καὶ οὗτος ὁ τύπος καὶ ὁ τύπος λίνυφος ἀπαντᾷ. ‒ Πρβλ. Δουκάγγ.
Greek Monolingual
λινοϋφής, -ές και λινόϋφος, -ον (Α)
υφασμένος με ίνες λιναριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -υφής (< ὕφος), πρβλ. ευυφής, παρυφής].