πολυόμφαλος: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
(6_17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyomfalos | |Transliteration C=polyomfalos | ||
|Beta Code=poluo/mfalos | |Beta Code=poluo/mfalos | ||
|Definition= | |Definition=πολυόμφαλον, [[with many bosses]] or [[shields]], <b class="b3">πεδίον π.</b>, of the Roman [[testudo]], Opp.''C.''1.218. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυόμφᾰλος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ὀμφαλούς, ἐπὶ ἀσπίδος ἐχούσης πολλὰς ὀμφαλοειδεῖς ἐξοχὰς ἢ κοσμήματα, Ὀππ. Κυν. 1. 218· ἐπὶ πλακοῦντος, Κλήμ. Ἀλ. 19. | |lstext='''πολυόμφᾰλος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ὀμφαλούς, ἐπὶ ἀσπίδος ἐχούσης πολλὰς ὀμφαλοειδεῖς ἐξοχὰς ἢ κοσμήματα, Ὀππ. Κυν. 1. 218· ἐπὶ πλακοῦντος, Κλήμ. Ἀλ. 19. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(για ασπίδες και πόπανα θυσιών) αυτή που έχει πολλούς ομφαλούς, πολλές διακοσμητικές προεξοχές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀμφαλός]] (<b>πρβλ.</b> [[μονόμφαλος]], [[χρυσόμφαλος]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:16, 25 August 2023
English (LSJ)
πολυόμφαλον, with many bosses or shields, πεδίον π., of the Roman testudo, Opp.C.1.218.
German (Pape)
[Seite 667] mit vielen Nabeln od. Erhabenheiten, Opp. Cyn. 1, 218 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολυόμφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ὀμφαλούς, ἐπὶ ἀσπίδος ἐχούσης πολλὰς ὀμφαλοειδεῖς ἐξοχὰς ἢ κοσμήματα, Ὀππ. Κυν. 1. 218· ἐπὶ πλακοῦντος, Κλήμ. Ἀλ. 19.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για ασπίδες και πόπανα θυσιών) αυτή που έχει πολλούς ομφαλούς, πολλές διακοσμητικές προεξοχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὀμφαλός (πρβλ. μονόμφαλος, χρυσόμφαλος)].