ὁμολογητικός: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omologitikos
|Transliteration C=omologitikos
|Beta Code=o(mologhtiko/s
|Beta Code=o(mologhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for confessing:</b> Adv. -κῶς, ὀμνύειν <span class="bibl">Eust. 233.40</span>.</span>
|Definition=ὁμολογητική, ὁμολογητικόν, of or for confessing: Adv. [[ὁμολογητικῶς]], [[ὀμνύειν]] Eust. 233.40.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμολογητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁμολογίαν. ― Ἐπίρρ. -κῶς. Εὐστ. 233. 41.
|lstext='''ὁμολογητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁμολογίαν. ― Ἐπίρρ. -κῶς. Εὐστ. 233. 41.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[ὁμολογητικός]], -ή, -όν) [[ομολογητής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ομολογία]] ή στον ομολογητή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁμολογητικόν</i><br />[[επιβεβαίωση]], [[επικύρωση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμολογητικῶς</i> (Μ)<br />με ομολογητικό τρόπο, όπως ο [[ομολογητής]].
}}
}}

Latest revision as of 11:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμολογητικός Medium diacritics: ὁμολογητικός Low diacritics: ομολογητικός Capitals: ΟΜΟΛΟΓΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: homologētikós Transliteration B: homologētikos Transliteration C: omologitikos Beta Code: o(mologhtiko/s

English (LSJ)

ὁμολογητική, ὁμολογητικόν, of or for confessing: Adv. ὁμολογητικῶς, ὀμνύειν Eust. 233.40.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμολογητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁμολογίαν. ― Ἐπίρρ. -κῶς. Εὐστ. 233. 41.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ὁμολογητικός, -ή, -όν) ομολογητής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομολογία ή στον ομολογητή
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμολογητικόν
επιβεβαίωση, επικύρωση.
επίρρ...
ὁμολογητικῶς (Μ)
με ομολογητικό τρόπο, όπως ο ομολογητής.