μονοφανής: Difference between revisions

From LSJ

κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖνbetter to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well

Source
(6_7)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονοφᾰνής''': -ές, ὁ [[μόνος]] [[ὁρατός]], Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 423.
|lstext='''μονοφᾰνής''': -ές, ὁ [[μόνος]] [[ὁρατός]], Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 423.
}}
{{grml
|mltxt=[[μονοφανής]], -ές, ιων. μουνοφανής (Α)<br />ο [[μόνος]] [[φαινόμενος]], ο [[μόνος]] [[ορατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i><span style="color: red;"><</span> [[φαίνομαι]]), [[πρβλ]]. [[διαφανής]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:50, 8 May 2023

German (Pape)

[Seite 206] ές, allein erscheinend, allein sichtbar, Paul. Sil. ecphr. 423.

Greek (Liddell-Scott)

μονοφᾰνής: -ές, ὁ μόνος ὁρατός, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 423.

Greek Monolingual

μονοφανής, -ές, ιων. μουνοφανής (Α)
ο μόνος φαινόμενος, ο μόνος ορατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -φανής< φαίνομαι), πρβλ. διαφανής].