καρκινόω: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=karkinoo | |Transliteration C=karkinoo | ||
|Beta Code=karkino/w | |Beta Code=karkino/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[make crab-like]], <b class="b3">κ. τοὺς δακτύλους</b> [[crook]] one's fingers [[like crab's claws]], Antiph.55.15:—Pass., of roots, [[spread crab-wise]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.6.3, ''CP''3.21.5:—also in Act., [[cause to spread]], <b class="b3">ὁ Χειμὼν πιλώσας καὶ καρκινώσας τὰς ῥίζας</b> ib.3.23.5.<br><span class="bld">II</span> in Pass., also, [[suffer from cancer]], Hp.''Nat.Mul.''31; [[become cancerous]], ἐκινδύνευσεν καρκινωθῆναι τὰ ἕλκεα Id.''Mul.''1.40. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καρκῐνόω''': μέλλ. -ώσω, [[κάμνω]] τι ὅμοιον πρὸς καρκίνον, κ. τοὺς δακτύλους, [[συγκάμπτω]] ἢ κυρτώνω αὐτοὺς ὡς χηλὰς καρκίνων, Ἀντιφάνης ἐν Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. | |lstext='''καρκῐνόω''': μέλλ. -ώσω, [[κάμνω]] τι ὅμοιον πρὸς καρκίνον, κ. τοὺς δακτύλους, [[συγκάμπτω]] ἢ κυρτώνω αὐτοὺς ὡς χηλὰς καρκίνων, Ἀντιφάνης ἐν Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 15· ἴδε Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2, σ. 180. - Παθ., ἐπὶ ῥιζῶν, περιπλέκομαι, «ἐμπερδεύομαι», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 3, π. Φυτ. Αἰτ. 1. 12, 3, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «καρκινοῦται· [[ὅταν]] ῥιζοῦται ὁ [[σῖτος]] καὶ σκληρύνεται». ΙΙ. ἐν τῷ Παθ. [[ὡσαύτως]], [[πάσχω]] ἐκ καρκίνου, Ἱππ. 570. 30. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
A make crab-like, κ. τοὺς δακτύλους crook one's fingers like crab's claws, Antiph.55.15:—Pass., of roots, spread crab-wise, Thphr. HP 1.6.3, CP3.21.5:—also in Act., cause to spread, ὁ Χειμὼν πιλώσας καὶ καρκινώσας τὰς ῥίζας ib.3.23.5.
II in Pass., also, suffer from cancer, Hp.Nat.Mul.31; become cancerous, ἐκινδύνευσεν καρκινωθῆναι τὰ ἕλκεα Id.Mul.1.40.
German (Pape)
[Seite 1328] wie einen Krebs krümmen, z. B. τοὺς δακτύλους, beim Kottabusspiel, Antiphan. bei Ath. XV, 667 a; – καρκινοῦσθαι, an der Krankheit des Krebses leiden, Hippocr., Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
καρκῐνόω: μέλλ. -ώσω, κάμνω τι ὅμοιον πρὸς καρκίνον, κ. τοὺς δακτύλους, συγκάμπτω ἢ κυρτώνω αὐτοὺς ὡς χηλὰς καρκίνων, Ἀντιφάνης ἐν Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 15· ἴδε Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2, σ. 180. - Παθ., ἐπὶ ῥιζῶν, περιπλέκομαι, «ἐμπερδεύομαι», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 3, π. Φυτ. Αἰτ. 1. 12, 3, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «καρκινοῦται· ὅταν ῥιζοῦται ὁ σῖτος καὶ σκληρύνεται». ΙΙ. ἐν τῷ Παθ. ὡσαύτως, πάσχω ἐκ καρκίνου, Ἱππ. 570. 30.