ξενόσπορος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
(6_17)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενόσπορος''': -ον, ὁ ἐκ ξένης σπορᾶς ἢ φυλῆς, Γ. Πισίδ. Ἀβαρ. Πόλ. 87.
|lstext='''ξενόσπορος''': -ον, ὁ ἐκ ξένης σπορᾶς ἢ φυλῆς, Γ. Πισίδ. Ἀβαρ. Πόλ. 87.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξενόσπορος]], -ον (Μ)<br />αυτός που προέρχεται από [[ξένη]] [[σπορά]] ή [[φυλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -[[σπόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[σπείρω]]), [[πρβλ]]. [[θεόσπορος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 10 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

ξενόσπορος: -ον, ὁ ἐκ ξένης σπορᾶς ἢ φυλῆς, Γ. Πισίδ. Ἀβαρ. Πόλ. 87.

Greek Monolingual

ξενόσπορος, -ον (Μ)
αυτός που προέρχεται από ξένη σπορά ή φυλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -σπόρος (< σπείρω), πρβλ. θεόσπορος].