σκληρολέκτης: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sklirolektis | |Transliteration C=sklirolektis | ||
|Beta Code=sklhrole/kths | |Beta Code=sklhrole/kths | ||
|Definition= | |Definition=σκληρολέκτου, ὁ, [[harsh-speaking]], Sch.Ar.''Nu.''1370. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκληρολέκτης''': -ου, ὁ [[τραχύς]], σκληρὸς τοὺς λόγους, ἔχων ξηρὸν λεξικόν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1367. | |lstext='''σκληρολέκτης''': -ου, ὁ [[τραχύς]], σκληρὸς τοὺς λόγους, ἔχων ξηρὸν λεξικόν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1367. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που εκφράζεται με τραχύ ύφος, αυτός του οποίου το λεκτικό [[είναι]] σκληρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκληρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λέκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), [[πρβλ]]. [[πεζολέκτης]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:05, 25 August 2023
English (LSJ)
σκληρολέκτου, ὁ, harsh-speaking, Sch.Ar.Nu.1370.
German (Pape)
[Seite 901] ὁ, der hart Redende (?).
Greek (Liddell-Scott)
σκληρολέκτης: -ου, ὁ τραχύς, σκληρὸς τοὺς λόγους, ἔχων ξηρὸν λεξικόν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1367.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που εκφράζεται με τραχύ ύφος, αυτός του οποίου το λεκτικό είναι σκληρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -λέκτης (< λέγω), πρβλ. πεζολέκτης.