χασματίας: Difference between revisions

From LSJ

μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim

Source
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chasmatias
|Transliteration C=chasmatias
|Beta Code=xasmati/as
|Beta Code=xasmati/as
|Definition=ου, ὁ, a kind of earthquake, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">which causes fissures in the earth</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>396a4</span> (v.l. [[ἱζηματίαι]]), Posidon. ap. <span class="bibl">D.L.7.154</span>, <span class="bibl">Heraclit. <span class="title">All.</span>38</span>.</span>
|Definition=-ου, ὁ, a kind of earthquake, [[which causes fissures in the earth]], Arist.''Mu.''396a4 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἱζηματίαι]]), Posidon. ap. D.L.7.154, Heraclit. ''All.''38.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1340.png Seite 1340]] ὁ, = Folgdm; Arist. de mund. 4, 30; D. L. 7, 154.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1340.png Seite 1340]] ὁ, = Folgdm; Arist. de mund. 4, 30; D. L. 7, 154.
}}
{{elru
|elrutext='''χασμᾰτίᾱς:''' ου adj. m вызывающий в почве трещины ([[σεισμός]] Arst., Diog. L.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χασμᾰτίας''': -ου, καὶ χασματικός, ὁ, [[εἶδος]] ἰσχυροῦ σεισμοῦ, καθ’ ὃν ἡ γῆ ῥήγνυται εἰς χάσματα, Ἀριστ. περὶ Κόσμου 4, 30, Διογέν. Λαέρτ. 7. 154, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 38.
|lstext='''χασμᾰτίας''': -ου, καὶ χασματικός, ὁ, [[εἶδος]] ἰσχυροῦ σεισμοῦ, καθ’ ὃν ἡ γῆ ῥήγνυται εἰς χάσματα, Ἀριστ. περὶ Κόσμου 4, 30, Διογέν. Λαέρτ. 7. 154, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 38.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[είδος]] δυνατού σεισμού που προξενεί ρωγμές στο [[έδαφος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «δράκοντες χασματίαι» — δράκοι με μεγάλα και πολύ ανοιχτά στόματα (Κ Μανασσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάσμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> [[στιγματίας]], [[τραυματίας]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χασμᾰτίας Medium diacritics: χασματίας Low diacritics: χασματίας Capitals: ΧΑΣΜΑΤΙΑΣ
Transliteration A: chasmatías Transliteration B: chasmatias Transliteration C: chasmatias Beta Code: xasmati/as

English (LSJ)

-ου, ὁ, a kind of earthquake, which causes fissures in the earth, Arist.Mu.396a4 (v.l. ἱζηματίαι), Posidon. ap. D.L.7.154, Heraclit. All.38.

German (Pape)

[Seite 1340] ὁ, = Folgdm; Arist. de mund. 4, 30; D. L. 7, 154.

Russian (Dvoretsky)

χασμᾰτίᾱς: ου adj. m вызывающий в почве трещины (σεισμός Arst., Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

χασμᾰτίας: -ου, καὶ χασματικός, ὁ, εἶδος ἰσχυροῦ σεισμοῦ, καθ’ ὃν ἡ γῆ ῥήγνυται εἰς χάσματα, Ἀριστ. περὶ Κόσμου 4, 30, Διογέν. Λαέρτ. 7. 154, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 38.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
είδος δυνατού σεισμού που προξενεί ρωγμές στο έδαφος
μσν.
φρ. «δράκοντες χασματίαι» — δράκοι με μεγάλα και πολύ ανοιχτά στόματα (Κ Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάσμα, -ατος + επίθημα -ίας (πρβλ. στιγματίας, τραυματίας)].