πῆρος: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(6_6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=piros | |Transliteration C=piros | ||
|Beta Code=ph=ros | |Beta Code=ph=ros | ||
|Definition=Aeol. πᾶρος, εος, τό, | |Definition=Aeol. [[πᾶρος]], εος, τό, [[loss of strength]], [[dotage]], Alc.98. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῆρος''': Δωρ. πᾶρος, εος, τό, [[ἀπώλεια]] δυνάμεως, [[ἀμβλύτης]], Ἀλκαῖ. 95. | |lstext='''πῆρος''': Δωρ. πᾶρος, εος, τό, [[ἀπώλεια]] δυνάμεως, [[ἀμβλύτης]], Ἀλκαῖ. 95. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ους και αιολ. τ. πᾱρος, -εος, τὸ, Α<br />[[απώλεια]] δύναμης, [[εξάντληση]], [[εξασθένηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. αποτελεί υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>πηρῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πηρός]]) και έχει πιθ. σχηματιστεί [[κατά]] τους σιγματικούς τ. σε -<i>πηρής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πηρός]] (<b>πρβλ.</b> [[απηρής]], [[παναπηρής]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:00, 25 August 2023
English (LSJ)
Aeol. πᾶρος, εος, τό, loss of strength, dotage, Alc.98.
Greek (Liddell-Scott)
πῆρος: Δωρ. πᾶρος, εος, τό, ἀπώλεια δυνάμεως, ἀμβλύτης, Ἀλκαῖ. 95.
Greek Monolingual
-ους και αιολ. τ. πᾱρος, -εος, τὸ, Α
απώλεια δύναμης, εξάντληση, εξασθένηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί υποχωρητ. παρ. του ρ. πηρῶ (< πηρός) και έχει πιθ. σχηματιστεί κατά τους σιγματικούς τ. σε -πηρής < πηρός (πρβλ. απηρής, παναπηρής)].