βαλσαμίνη: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=valsamini
|Transliteration C=valsamini
|Beta Code=balsami/nh
|Beta Code=balsami/nh
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[βούφθαλμον]], Ps.-Dsc.3.139; <b class="b2">balsaminum</b>, = [[ὀποβάλσαμον]], <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>23.92</span>.</span>
|Definition=ἡ, = [[βούφθαλμον]], Ps.-Dsc.3.139; [[balsaminum]], = [[ὀποβάλσαμον]], Plin.''HN''23.92.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br />bot. [[manzanilla loca]], [[Anacyclus radiatus]] Loisel o bien [[antimaño]], [[flor de muerto]], [[Chrysanthemum coronarium]] L., Ps.Dsc.3.139, Plin.<i>HN</i> 23.92.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''βαλσαμίνη''': ἡ, τὸ φυτὸν τοῦ βαλσάμου, [[βούφθαλμον]], ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ.
|lstext='''βαλσαμίνη''': ἡ, τὸ φυτὸν τοῦ βαλσάμου, [[βούφθαλμον]], ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ.
}}
{{grml
|mltxt=[[βαλσαμίνη]], η (Α) [[βάλσαμον]]<br />το [[βούφθαλμον]], [[ονομασία]] για διάφορα είδη [[φυτών]] με κίτρινα [[άνθη]] της οικογένειας των Σκιαδιοφόρων.
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαλσᾰμίνη Medium diacritics: βαλσαμίνη Low diacritics: βαλσαμίνη Capitals: ΒΑΛΣΑΜΙΝΗ
Transliteration A: balsamínē Transliteration B: balsaminē Transliteration C: valsamini Beta Code: balsami/nh

English (LSJ)

ἡ, = βούφθαλμον, Ps.-Dsc.3.139; balsaminum, = ὀποβάλσαμον, Plin.HN23.92.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
bot. manzanilla loca, Anacyclus radiatus Loisel o bien antimaño, flor de muerto, Chrysanthemum coronarium L., Ps.Dsc.3.139, Plin.HN 23.92.

German (Pape)

[Seite 431] ἡ, Balsamine, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

βαλσαμίνη: ἡ, τὸ φυτὸν τοῦ βαλσάμου, βούφθαλμον, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ.

Greek Monolingual

βαλσαμίνη, η (Α) βάλσαμον
το βούφθαλμον, ονομασία για διάφορα είδη φυτών με κίτρινα άνθη της οικογένειας των Σκιαδιοφόρων.