προπατορικός: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(6_11)
(34)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''προπᾰτορικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς προπάτορας, [[προγονικός]], Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 855D: τὸ προπάτορον = προπατορικόν, Ἐπιφάν. ΙΙΙ, 29.
|lstext='''προπᾰτορικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς προπάτορας, [[προγονικός]], Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 855D: τὸ προπάτορον = προπατορικόν, Ἐπιφάν. ΙΙΙ, 29.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προπατορικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[προπάτωρ]], -<i>ορος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στους προπάτορες, στους μακρινούς προγόνους (α. «προπατορική [[κληρονομιά]]» β. «προπατορικόν αποτιννύων [[χρέος]]», Βαλσ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «προπατορικό(ν) [[αμάρτημα]]» ή «προπατορική [[αμαρτία]]» — το [[αμάρτημα]] της παρακοής του Αδάμ και της [[Εύας]], το οποίο, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, είχε ως [[συνέπεια]] την έξωσή τους από τον Παράδεισο και την είσοδο του ανθρώπινου γένους στη [[θνητότητα]].
}}
}}

Latest revision as of 12:22, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 739] dem Stammvater od. den Vorfahren gehörig (?).

Greek (Liddell-Scott)

προπᾰτορικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς προπάτορας, προγονικός, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 855D: τὸ προπάτορον = προπατορικόν, Ἐπιφάν. ΙΙΙ, 29.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προπατορικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προπάτωρ, -ορος]
1. αυτός που αναφέρεται στους προπάτορες, στους μακρινούς προγόνους (α. «προπατορική κληρονομιά» β. «προπατορικόν αποτιννύων χρέος», Βαλσ.)
2. φρ. «προπατορικό(ν) αμάρτημα» ή «προπατορική αμαρτία» — το αμάρτημα της παρακοής του Αδάμ και της Εύας, το οποίο, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, είχε ως συνέπεια την έξωσή τους από τον Παράδεισο και την είσοδο του ανθρώπινου γένους στη θνητότητα.