συγκαλυπτός: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkalyptos | |Transliteration C=sygkalyptos | ||
|Beta Code=sugkalupto/s | |Beta Code=sugkalupto/s | ||
|Definition= | |Definition=συγκαλυπτή, συγκαλυπτόν, [[wrapped up]], <b class="b3">κνίσῃ κῶλα σ.</b> ib.496. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0964.png Seite 964]] von allen Seiten bedeckt od. verhüllt, κνίσσῃ τε κῶλα συγκαλυπτά, Aesch. Prom. 494. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0964.png Seite 964]] von allen Seiten bedeckt od. verhüllt, κνίσσῃ τε κῶλα συγκαλυπτά, Aesch. Prom. 494. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><i>adj. verb. de</i> [[συγκαλύπτω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγκαλυπτός -ή -όν [συγκαλύπτω] [[helemaal bedekt of omhuld]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκᾰλυπτός:''' [adj. verb. к [[συγκαλύπτω]] окутанный, со всех сторон обложенный (κνίσῃ κῶλα συγκαλυπτά Aesch.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκαλύπτω]]<br />καλυμμένος από [[παντού]], περιτυλιγμένος. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συγκαλυπτός:''' -ή, -όν, περιτυλιγμένος, συγκεκαλυμμένος, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκᾰλυπτός''': -ή, -όν, περικεκαλυμμένος, περιτετυλιγμένος, κνίσῃ κῶλα σ. Αἰσχλυλ. Πρ. 496. | |lstext='''συγκᾰλυπτός''': -ή, -όν, περικεκαλυμμένος, περιτετυλιγμένος, κνίσῃ κῶλα σ. Αἰσχλυλ. Πρ. 496. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=συγκᾰλυπτός, ή, όν<br />wrapped up, Aesch. [from συγκᾰλύπτω] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:40, 25 August 2023
English (LSJ)
συγκαλυπτή, συγκαλυπτόν, wrapped up, κνίσῃ κῶλα σ. ib.496.
German (Pape)
[Seite 964] von allen Seiten bedeckt od. verhüllt, κνίσσῃ τε κῶλα συγκαλυπτά, Aesch. Prom. 494.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
adj. verb. de συγκαλύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκαλυπτός -ή -όν [συγκαλύπτω] helemaal bedekt of omhuld.
Russian (Dvoretsky)
συγκᾰλυπτός: [adj. verb. к συγκαλύπτω окутанный, со всех сторон обложенный (κνίσῃ κῶλα συγκαλυπτά Aesch.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συγκαλύπτω
καλυμμένος από παντού, περιτυλιγμένος.
Greek Monotonic
συγκαλυπτός: -ή, -όν, περιτυλιγμένος, συγκεκαλυμμένος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκᾰλυπτός: -ή, -όν, περικεκαλυμμένος, περιτετυλιγμένος, κνίσῃ κῶλα σ. Αἰσχλυλ. Πρ. 496.
Middle Liddell
συγκᾰλυπτός, ή, όν
wrapped up, Aesch. [from συγκᾰλύπτω]