βαρβαρόφρων: Difference between revisions
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(6_14) |
(7) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βαρβᾰρόφρων''': ὁ, ἡ, ([[φρήν]]) ὁ βαρβαρικὰ φρονῶν, ὁ νοῦν ἔχων βαρβαρικόν, Χρήσ. Σιβυλ. 1. 342, κλπ. | |lstext='''βαρβᾰρόφρων''': ὁ, ἡ, ([[φρήν]]) ὁ βαρβαρικὰ φρονῶν, ὁ νοῦν ἔχων βαρβαρικόν, Χρήσ. Σιβυλ. 1. 342, κλπ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(βαρβᾰρόφρων) -ονος<br />[[de bárbara mentalidad]] β. σθεναρὸς πολυαίματος <i>Orac.Sib</i>.5.96, cf. 1.342. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βαρβαρόφρων]], ο, η (AM)<br />αυτός που έχει βάρβαρο [[φρόνημα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:24, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 432] barbarischen Sinnes, Or. Sib.
Greek (Liddell-Scott)
βαρβᾰρόφρων: ὁ, ἡ, (φρήν) ὁ βαρβαρικὰ φρονῶν, ὁ νοῦν ἔχων βαρβαρικόν, Χρήσ. Σιβυλ. 1. 342, κλπ.
Spanish (DGE)
(βαρβᾰρόφρων) -ονος
de bárbara mentalidad β. σθεναρὸς πολυαίματος Orac.Sib.5.96, cf. 1.342.
Greek Monolingual
βαρβαρόφρων, ο, η (AM)
αυτός που έχει βάρβαρο φρόνημα.