τραγόκτονος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tragoktonos
|Transliteration C=tragoktonos
|Beta Code=trago/ktonos
|Beta Code=trago/ktonos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of slaughtered goats</b>, αἶμα <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>139</span> (lyr., <b class="b3">-κτόνον</b> codd.).</span>
|Definition=τραγόκτονον, [[of slaughtered goats]], αἶμα E.''Ba.''139 (lyr., -κτόνον codd.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰγόκτονος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ἐσφαγμένους τράγους, τραγόκτονονον (κοιν. τραγοκτόνον) [[αἷμα]] Εὐρ. Βάκχ. 139· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 324, σ. 228.
|lstext='''τρᾰγόκτονος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ἐσφαγμένους τράγους, τραγόκτονονον (κοιν. τραγοκτόνον) [[αἷμα]] Εὐρ. Βάκχ. 139· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 324, σ. 228.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που ανήκει σε σφαγμένους τράγους («τραγόκτονον [[αἷμα]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κτονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), [[πρβλ]]. [[χοιρόκτονος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρᾰγόκτονος:''' -ον ([[κτείνω]]), αυτός που ανήκει σε σφαγμένους τράγους, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρᾰγό-κτονος, ον, [[κτείνω]]<br />of slaughtered goats, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγόκτονος Medium diacritics: τραγόκτονος Low diacritics: τραγόκτονος Capitals: ΤΡΑΓΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: tragóktonos Transliteration B: tragoktonos Transliteration C: tragoktonos Beta Code: trago/ktonos

English (LSJ)

τραγόκτονον, of slaughtered goats, αἶμα E.Ba.139 (lyr., -κτόνον codd.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγόκτονος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ἐσφαγμένους τράγους, τραγόκτονονον (κοιν. τραγοκτόνον) αἷμα Εὐρ. Βάκχ. 139· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 324, σ. 228.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ανήκει σε σφαγμένους τράγους («τραγόκτονον αἷμα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -κτονος (< κτείνω), πρβλ. χοιρόκτονος].

Greek Monotonic

τρᾰγόκτονος: -ον (κτείνω), αυτός που ανήκει σε σφαγμένους τράγους, σε Ευρ.

Middle Liddell

τρᾰγό-κτονος, ον, κτείνω
of slaughtered goats, Eur.