νοοβλαβής: Difference between revisions

From LSJ

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source
(6_7)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νοοβλᾰβής''': -ές, ὁ βεβλαμμένος τὸν νοῦν, [[παράφρων]], Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 12. 40.
|lstext='''νοοβλᾰβής''': -ές, ὁ βεβλαμμένος τὸν νοῦν, [[παράφρων]], Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 12. 40.
}}
{{grml
|mltxt=[[νοοβλαβής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει υποστεί [[βλάβη]] στο [[μυαλό]], [[φρενοβλαβής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλαβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλάβη]]), [[πρβλ]]. [[φρενοβλαβής]], [[ψυχοβλαβής]]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>am [[Verstande]] [[beschädigt]], [[verrückt]]</i>, Nonn.
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 9 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

νοοβλᾰβής: -ές, ὁ βεβλαμμένος τὸν νοῦν, παράφρων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 12. 40.

Greek Monolingual

νοοβλαβής, -ές (Α)
αυτός που έχει υποστεί βλάβη στο μυαλό, φρενοβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -βλαβής (< βλάβη), πρβλ. φρενοβλαβής, ψυχοβλαβής].

German (Pape)

ές, am Verstande beschädigt, verrückt, Nonn.